Του Παναγιώτη Καπαρή
Το μεγάλο μυστικό της Δημοκρατίας βρίσκεται στη διαδικασία της διαφάνειας. Την ώρα κατά την οποία, ο ηγέτης, ο αξιωματούχος, ο διευθυντής ακόμη και ο υπάλληλος, θελήσουν να βάλουν «το δάκτυλο στο μέλι» της εξουσίας, τουλάχιστον να φοβούνται ότι θα γίνουν ρεζίλι και ότι μπορεί να καταλήξουν και στη φυλακή. Όπως λένε και οι σοφοί: «καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά το όνομα». Σε αυτή τη διαδικασία της διαφάνειας, οι δημοκρατικές πολιτείες, μαζί και η Κυπριακή Δημοκρατία, θεσμοθέτησαν με συνταγματική βούλα, σειρά μέτρων με κυριότερο την κοινοβουλευτική ασυλία. Απλώς ο βουλευτής, ο αντιπρόσωπος του λαού, να μπορεί να μιλάει ελεύθερα από τα βουλευτικά έδρανα, χωρίς τον φόβο ότι θα οδηγηθεί στα δικαστήρια, κατηγορούμενος για λίβελο. Οι αδικημένοι πολίτες αναζητούν με αγωνία βουλευτές, για να πουν τον πόνο τους και να αποκαλύψουν σκάνδαλα.
Το ίδιο προνόμιο της ασυλίας απολαμβάνουν και όσοι φιλοξενούνται σε συνεδριάσεις κοινοβουλευτικών επιτροπών. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι όλα τα σκάνδαλα αποκαλύπτονται στις κοινοβουλευτικές επιτροπές ή στα Μέσα μαζικής ενημέρωσης. Οι «έξυπνοι» υπουργοί, αξιωματούχοι και υψηλόβαθμοι δημόσιοι υπάλληλοι, λένε πικρές αλήθειες στις κοινοβουλευτικές επιτροπές, «μετατρέποντας» το Κοινοβούλιο «συμμέτοχο» στην ευθύνη λήψης δύσκολων αποφάσεων. Σε αυτή τη «μάχη», μεταξύ αποκάλυψης και απόκρυψης σκανδάλων, καθοριστικό ρόλο διαδραματίζουν και τα Μέσα μαζικής ενημέρωσης, τα οποία ενίοτε καλούνται και τέταρτη εξουσία. Δημοσιογράφοι με όπλο τη συνείδησή τους, τον φόβο της απόλυσης, υπό τη δαμόκλειο σπάθη του αυστηρού νόμου περί λιβέλου, αλλά και των «μικρών ή μεγάλων» συμφερόντων ιδιοκτητών των Μέσων ενημέρωσης, προσπαθούν να κάνουν τη δύσκολη δουλειά τους, χωρίς να αμαυρώσουν το όνομα και την ψυχική τους υγεία.
Ο νέος Πρόεδρος της Κύπρου, ο Νίκος Χριστοδουλίδης, παρουσιάζοντας τις «προγραμματικές του δηλώσεις», ενώπιον της Ολομέλειας της Βουλής, έθεσε ένα νέο πλαίσιο συνεργασίας της εκτελεστικής με τη νομοθετική εξουσία. Με διπλωματικούς όρους μπορεί να χαρακτηριστεί άριστο, αλλά με νομικούς όρους παρεκκλίνει «ολίγον τι», από τη συνταγματική αρχή της Προεδρικής Δημοκρατίας και «καλοβλέπει» την αρχή της Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας. Συγκεκριμένα ανακοίνωσε ότι: θα απευθύνεται σε ετήσια βάση στη Βουλή των Αντιπροσώπων και θα συγκαλεί τακτικά συναντήσεις με την πρόεδρο της Βουλής και τους αρχηγούς των κοινοβουλευτικών κομμάτων. Ανακοίνωσε και διασύνδεση της διαβούλευσης που γίνεται κατά τη διαμόρφωση των νομοσχεδίων, με τη διαβούλευση στις κοινοβουλευτικές επιτροπές, μια πρακτική η οποία σίγουρα δεν ακολουθεί το γράμμα του νόμου για τη διάκριση των εξουσιών.
Με απλά λόγια, η νέα κυβέρνηση, «συνειδητά ή όχι», επιχειρεί να εντάξει τη Βουλή στη διαδικασία ετοιμασίας νομοσχεδίων και να μεταφέρει ουσιαστικά τις διαβουλεύσεις εκτός Κοινοβουλίου. Δεν είναι «αθώα» όλα αυτά και φανερώνουν «φόβο» για τις διαδικασίες εντός Κοινοβουλίου. Το «κούρεμα» των καταθέσεων, η «διάλυση» του Συνεργατισμού και το «κλείσιμο» των Κυπριακών Αερογραμμών, αποφασίστηκαν, λένε αυτοί οι οποίοι ξέρουν, στα δώματα του Προεδρικού, με συμμετοχή αρχηγών κομμάτων. Ακολούθως κλήθηκαν οι βουλευτές να επικυρώσουν αποφάσεις, υπό τη δαμόκλειο σπάθη της διάλυσης του κράτους. Πολλοί βουλευτές διαφώνησαν με τις αποφάσεις και με την όλη διαδικασία. Ωστόσο, χωρίς να έχουν ενώπιόν τους όλα τα δεδομένα, πώς μπορούσαν να αντιδράσουν, όταν οι αρχηγοί τους προειδοποιούσαν ότι θα καταστραφεί η Κύπρος.
Στο προσκήνιο έρχονται και ιστορίες «αδύναμων» υπουργών, οι οποίοι στο παρελθόν «πονηρά», έριχναν στο Κοινοβούλιο τις «καυτές πατάτες», κυρίως για κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα. Αντί δηλαδή να διαβουλεύονται με τους εμπλεκόμενους και να βρίσκουν λύσεις στα υπουργικά γραφεία, οδηγούσαν νομοσχέδια στη Βουλή, με «κενά», ώστε να βρουν λύσεις οι αντιπρόσωποι του λαού. Έτσι εμφανίστηκε και ο όρος «κυβερνώσα βουλή». Ο «πειρασμός» είναι μεγάλος και για τους βουλευτές, αφού αναδεικνύονται με το «αζημίωτο», με ψήφους, ως οι «σωτήρες» κοινωνικών ομάδων. Άσχετο αν στο τέλος της ημέρας, ο λογαριασμός φορτώνεται στους ώμους των φορολογούμενων πολιτών.
Θεωρητικά, οι καλές σχέσεις μεταξύ των εξουσιών είναι θεμιτές και συμβάλλουν σε ένα ομαλό πολιτικό βίο. Το επικίνδυνο είναι η μετακίνηση του χώρου του διαλόγου, από τη Βουλή και το προνόμιο της ασυλίας, στο Προεδρικό Μέγαρο ή στα υπουργικά γραφεία. Το εγχείρημα δημιουργεί «ρωγμές» στη συνταγματική διάκριση των εξουσιών. Οι αρχηγοί ή οι εκπρόσωποι των κομμάτων δεν μπορούν να αντικαθιστούν το σύνολο των αντιπροσώπων του λαού. Το Σύνταγμα είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να αμφισβητείται ή να παραγνωρίζεται με τόση ευκολία, όσες καλές προθέσεις και αν υπάρχουν. Γιατί όπως λένε και οι φιλόσοφοι: «ο δρόμος για την κόλαση είναι στρωμένος από καλές προθέσεις».