Του Παναγιώτη Καπαρή
Τι καλά και τι ωραία θα ήταν, αν είχαμε και εμείς ένα «Κύρο Γρανάζη» ή «Κύρο Εφευρέτη» να μας λύνει όλα τα προβλήματα, τον ξεχωριστό χαρακτήρα κινουμένων σχεδίων της Ντίσνεϊ, στα περίφημα βιβλιαράκια τσέπης του «Μίκυ Μάους». Και για όσους ξέχασαν, ο Κύρος ο Γρανάζης είναι ο φίλος του Ντόναλντ Ντακ, του Σκρουτζ Μακ Ντακ και των υπόλοιπων χαρακτήρων της Λιμνούπολης. Είναι ένας πολυμήχανος, αλλά και αφηρημένος εφευρέτης. Ο βοηθός του και καλύτερός του φίλος είναι ο Γλόμπος, ένα μικρό, αλλά τετραπέρατο ρομπότ που έχει κατασκευάσει ο ίδιος. Η εικόνα του «Κύρου του Γρανάζη» ζωντανεύει πολλές φορές, όταν συναντάς εφευρέτες ή ερευνητές, οι οποίοι θυσιάζουν τα νιάτα και πολλές φορές και ολόκληρη τη ζωή τους στην επιστήμη και στην έρευνα. Την ίδια ώρα, προκαλείται και ένας σιωπηλός σεβασμός γι’ αυτούς τους ταπεινούς ανθρώπους, οι οποίοι μπορεί να ξέρουν πολλά από τα μυστικά του θαύματος της ζωής, αλλά δεν ξέρουν συνήθως πολλά από τα μυστικά της άσωτης ζωής.
Η Κύπρος ευτύχισε να έχει πολλούς νέους επιστήμονες και εφευρέτες διεθνούς εμβέλειας, παρόλο που τα ονόματα αυτών των σύγχρονων ζωντανών ηρώων δεν είναι γνωστά στους πολλούς. Ίσως και καλύτερα, για το δικό τους καλό, αλλά και το δικό μας. Πρόσφατα, στην Επιτροπή Εμπορίου και Ενέργεια της Βουλής αποκαλύφθηκε ότι στο νησί δραστηριοποιούνται επτά από τα 38 εγκεκριμένα και χρηματοδοτούμενα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Κέντρα Αριστείας. Οι επτά αυτοί οργανισμοί, λαμβάνουν από 15 εκατ. ευρώ από τις Βρυξέλλες και άλλα τόσα ποσά από τη Λευκωσία, δηλαδή σύνολο 210 εκατ. ευρώ. Η χρηματοδότηση είναι για διάστημα επτά χρόνων. Οι οργανισμοί αυτοί εργοδοτούν 600 επιστήμονες και άλλο βοηθητικό προσωπικό.
Οι μεγάλες και σοβαρές χώρες, με μεγάλα ερευνητικά κέντρα, διαθέτουν τον θεσμό των «κυνηγών κεφαλών», δηλαδή προσελκύουν «δυνατά μυαλά» από όλο τον κόσμο, προσφέροντάς τους πρώτα τα εργαστήρια και ό,τι άλλο επιθυμούν για επιτέλεση του έργου τους και ακολούθως βασιλικούς μισθούς. Οι επενδύσεις, μπορεί να φαίνονται εξωπραγματικές για τους καθημερινούς εργαζόμενους, αλλά στην πράξη είναι και χαμηλές, αν αναλογιστεί κανείς ότι μια εφεύρεση μπορεί να έχει αστρονομικές αποδόσεις, όταν εισέλθει στο εμπόριο ως νέο προϊόν. Οι μεγάλες χώρες ακολουθούν τον κανόνα, ο οποίος λέει ότι το Δημόσιο χρηματοδοτεί την έρευνα και οι επιχειρήσεις αναλαμβάνουν να προωθήσουν και εμπορευτούν διεθνώς τα νέα προϊόντα. Και όλα αυτά γιατί κατά κανόνα, αριθμητικά, η επιτυχία των ερευνητικών προγραμμάτων κυμαίνεται μεταξύ 1% και 2%.
Η ιστορία με τους «κυνηγούς κεφαλών» ξεκίνησε ουσιαστικά μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν οι νικητές μοίρασαν τους επιστήμονες της ηττημένης Γερμανίας. Μισοί στην Αμερική και μισοί στην τότε Σοβιετική Ένωση. Λέγεται ότι οι Σοβιετικοί πήραν τους ειδικούς σε θέματα πυραύλων, γι’ αυτό και πήγαν πρώτοι στο διάστημα, και οι Αμερικανοί τους ειδικούς σε θέματα ψηφιακής τεχνολογίας, γι’ αυτό και προχώρησαν πρώτοι στον τομέα των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Με την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, το 1991, πολλοί Ρώσοι επιστήμονες κατέφυγαν σε ευρωπαϊκές και αμερικανικές εταιρείες. Ωστόσο, το βαθύ κράτος της Μόσχας, ακόμη και μέσα από τη διάλυση, κατάφερε να κρατήσει τους πιο δυνατούς επιστήμονες, τα πιο δυνατά μυαλά και το κυριότερο δεν ξεπούλησαν τα κρατικά ερευνητικά κέντρα.
Τα τελευταία χρόνια, με τα κύματα των μεταναστών, κυρίως από τη Συρία, η Γερμανία «μάζεψε» τους επιστήμονες της χώρας και τους εκπαιδευμένους εργάτες και τους ενέταξε στην παραγωγική δομή της χώρας. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι όλοι οι μετανάστες θέλουν να πάνε στη Γερμανία, ακόμη και με τρένο μέσω Κύπρου. Εκεί μπορούν να δουλέψουν και να πάρουν και χρήματα. Στην Ελλάδα και στην Κύπρο, συνδικαλιστικές κουτοπονηριές και βλακώδεις εθνικισμοί παρέδωσαν τα «δυνατά μυαλά» στις μεγάλες χώρες. Ευτυχώς ή δυστυχώς, στην Κύπρο έμειναν οι εργάτες και οι καλοί τεχνίτες, οι οποίοι και πάλι δύσκολα επιβιώνουν.
Το σύνθημα της αριστείας έρχεται και παρέρχεται πριν και μετά τις εκλογές, όπως έρχεται και παρέρχεται το σύνθημα για τερματισμό του αμαρτωλού ρουσφετιού. Η αριστεία είναι συνώνυμη με την αξιοκρατία και κάθε ρουσφετολογική ή αναξιοκρατική πρόσληψη ή προαγωγή, κυρίως στο Δημόσιο, έχει θλιβερές συνέπειες για δεκαετίες. Οι «πάνω», κατά κανόνα, δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν, και οι «κάτω» συνήθως βλέπουν και γελούν και περιμένουν τα λάθη των «πάνω». Σε αυτή τη διελκυστίνδα γιγαντώνεται η γραφειοκρατία, κι έτσι η δουλειά ενός άριστου, για να πραγματοποιηθεί, χρειάζεται πλέον δουλειά, δέκα ανάξιων ή λιγότερο άξιων. Και η ζωή συνεχίζεται και «πες ταμπούρα τορτοκά» όπως θα έλεγαν και οι παππούδες μας.