Της Μαρίνας Οικονομίδου
Τον Αύγουστο του 2017, το Εθνικό Συμβούλιο διεξαγόταν σε ιδιαίτερα υψηλούς τόνους, καθώς οι επικρίσεις του Άντρου Κυπριανού προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για τους χειρισμούς του στο Κραν Μοντανά έκαναν τον Νίκο Αναστασιάδη να αντιδράσει. «Ξέρω ότι μπορεί να συναντιέστε και με τον κ. Άιντα, είτε στο γραφείο του κόμματος, είτε αλλού» έλεγε ο Πρόεδρος στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Και βεβαίως αυτό δεν ήταν απλώς μία εικασία αλλά η βάσιμη πληροφόρησή του για την αποχαιρετιστήρια συνάντηση του Άντρου Κυπριανού με τον Άιντε στο διαμέρισμα της συνεργάτιδας του γ.γ. του ΑΚΕΛ. «Έβαλες την ΚΥΠ να με παρακολουθεί;» διερωτήθηκε αναστατωμένος ο Άντρος Κυπριανού με τον Πρόεδρο να ανταπαντά ότι «ενδεχομένως να παρακολουθείται αυτός με τον οποίο συναντάσαι».
Η γλαφυρή αυτή ιστορία δεν έληξε εκεί, αλλά αποτέλεσε και αντικείμενο αστεϊσμού από τον διευθυντή του γραφείου του Προέδρου, Βίκτωρα Παπαδόπουλο, λίγο αργότερα. «Ο φίλος σου ο Άιντε στα είπε είμαι σίγουρος στο WhatsApp ή στη γνωστή γκαρσονιέρα» έγραφε σε tweet τρολάροντας στην ουσία τον Άντρο Κυπριανού για το ότι –έστω και μέσω καράμπολας– έτυχε παρακολούθησης από το ίδιο το κράτος!
Ήταν όμως ένα μεμονωμένο περιστατικό, επιπολαιότητα ή η απόδειξη της εκτροπής; Το κεφάλαιο των υποκλοπών είχε ανοίξει και ο πρώην συνεργάτης του Προέδρου στο Προεδρικό Μακάριος Δρουσιώτης. Όπως κατέγραφε στη «Συμμορία» ο Πρόεδρος τους ενημέρωνε για συζητήσεις που είχε ο πρώην Κεντρικός Τραπεζίτης, τα οποία όπως σημείωνε ο δημοσιογράφος, τα γνώριζε από τηλεφωνική υποκλοπή. Και ο ίδιος βεβαίως, λίγο αργότερα κατάγγελλε παρακολούθηση κλήσεων και μετακινήσεών του.
Μπροστά σε όλα αυτά κανείς δεν βρέθηκε να τοποθετηθεί και να διαψεύσει επίσημα τα όσα έβλεπαν το φως της δημοσιότητας και εξέθεταν το κράτος. Ή έστω για τους τύπους κάποιος να προσπαθήσει να θολώσει τα νερά. Οι αστυνομικές αρχές έβαλαν στο συρτάρι την υπόθεση Δρουσιώτη. Μόνο στην περίπτωση της Νίκης Ζάρου, έδειξαν ιδιαίτερο ζήλο. Για μία αστική υπόθεση μπούκαραν στο σπίτι πολίτη που υποψιαζόταν πως ήταν πίσω από parody account και κατάσχεσαν συσκευές. Λες και ήταν κοινός εγκληματίας, επειδή το ζήτησε η πολιτική τους προϊστάμενη.
Το υπουργείο Δικαιοσύνης βεβαίως δεν έδειξε την εκτροπή του μόνο στην περίπτωση Ζάρου, αλλά και στην περίπτωση της Άννας Αριστοτέλους υπό την ηγεσία της Στέφης Δράκου. Αν η ίδια η κα Αριστοτέλους δεν αρνείτο, βάσει των δημοσιευμάτων, το λογισμικό τηλεφώνων θα μπορούσε να χρησιμοποιείται και για την παρακολούθηση άλλων τηλεφώνων πέραν των φυλακισμένων.
Σε όλο αυτό το σκηνικό που καλλιεργήθηκε σταδιακά και μεθοδικά και έπληττε την εικόνα το κράτος δικαίου, τη δημοκρατία και αποτελούσαν καραμπινάτη κατάχρηση εξουσίας, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος θίχτηκε όταν ρωτήθηκε για το ποια είναι η σχέση της Κύπρου με το predator. Έκανε λόγο για ατεκμηρίωτο λαϊκισμό που δεν θα ανεχθεί, γιατί στα εννέα χρόνια κυβέρνησης ο Νίκος Αναστασιάδης δεν παρακολούθησε κανέναν.
Κάποιοι πάντως είμαστε εδώ και θυμόμαστε πως με τον ίδιο τρόπο αντιδρούσε το Προεδρικό στα πρώτα δημοσιεύματα που έπλητταν την εικόνα της Κύπρου με την πολιτική των πολιτογραφήσεων. Έβλεπαν εχθρούς, τουρκικούς δάκτυλους και υβριδικούς πολέμους. Ελπίζουμε μόνο να μην επαναληφθεί το σκηνικό. Και κυρίως ο κατήφορος. Και επειδή δεν έχουμε κανένα λόγο να αμφισβητούμε την κυβέρνηση για τα δημοκρατικά της αντανακλαστικά και την προσήλωσή της στο κράτος δικαίου, θα πρέπει ο Πρόεδρος να ζητήσει άμεση διερεύνηση του όλου ζητήματος. Να ξεκαθαρίσει δηλαδή ότι ΚΥΠ και Αστυνομία δεν έχουν καμία σχέση με τις εταιρείες του Ταλ Ντίλιαν. Ότι ασχέτως με τα όσα καταγγέλλουν πολιτικά πρόσωπα, κόμματα, δεν παρακολουθούν τηλέφωνα. Θα πρέπει και η ίδια η Νομική Υπηρεσία να εξηγήσει επαρκώς για ποιο λόγο έκλεισε συνοπτικά μία τέτοια υπόθεση. Και κυρίως για ποιο λόγο η Κύπρος παρουσιάζεται ως πιθανή αφετηρία για πώληση λογισμικών στην αγορά της Ε.Ε. Διαλεύκανση για ένα τέτοιο θέμα, αναμέναμε πως θα ζητούσαν και οι δύο υποψήφιοι για την Προεδρία Αβέρωφ Νεοφύτου και Νίκος Χριστοδουλίδης. Ιδιαίτερα ο πρώτος λόγω και της συνεργασίας που είχε με τον Αβνί. Αντί να τσακώνονται για το πότε θα διεξαχθούν τα debate, ας μιλήσουν και για τα δύσκολα θέματα που ενδεχομένως να εκθέτουν τη χώρα μας.
Ο σεβασμός και η προάσπιση της δημοκρατίας υπερβαίνει κόμματα και κυβερνήσεις. Αυτό θα πρέπει να έχουν στον νου τους. Γιατί η επιπολαιότητα και η αδιαφορία την οποία επέδειξαν μέχρι τώρα στο εν λόγω ζήτημα τείνει να ερμηνευθεί ως εγκληματικά ύποπτη.