Κύριο Άρθρο
Η είδηση της Παρασκευής ότι το ομοσπονδιακό ταμείο ασφάλισης καταθέσεων ετοιμαζόταν να θέσει την First Republic σε καθεστώς προστασίας έναντι των πιστωτών της, έκανε τον γύρο του κόσμου καθώς άλλο ένα επεισόδιο της τραπεζικής κρίσης στην Αμερική ξεκινούσε εντός του σαββατοκύριακου.
Η ανακοίνωση έφερε απώλειες 50% στην μετοχή της τράπεζας, μετά το πέρας της κανονικής διαπραγμάτευσης, με αποτέλεσμα η τύχη ακόμη μιας τράπεζας να είχε προδιαγραφεί. Οι αποφάσεις της Παρασκευής υπήρξαν το αποτέλεσμα των ανεπιτυχών προσπάθειών που έγιναν όλη την εβδομάδα για να βρεθεί κάποια ιδιωτική λύση μιας και ο χρόνος λειτουργούσε πλέον επιβαρυντικά. Είχε προηγηθεί, κατόπιν παροτρύνσεων του ταμείου ασφάλισης καταθέσεων, η κατάθεση του συνολικού ποσού των 30 δισ. δολαρίων από τις τέσσερις μεγάλες αμερικανικές τράπεζες προκειμένου να ανακοπεί η κατρακύλα και να επανέλθει η εμπιστοσύνη, κάτι όμως που δεν επετεύχθη.
Πριν τη Δευτέρα, οι ενδιαφερόμενες τράπεζες για απόκτηση της First Republic, συμπεριλαμβανομένης της JP Morgan, θα έπρεπε να καταθέσουν τις τελικές τους προσφορές. Η πίεση ήταν μεγάλη καθώς αν αφηνόταν ο χρόνος να κυλήσει, η First Republic θα ήταν η τρίτη κατά σειρά τράπεζα που από τον Μάρτιο θα χρειαζόταν να καλυφθεί από το ταμείο προστασίας των καταθετών.
Χρηματιστηριακά η τράπεζά ήταν ήδη πτωχευμένη καθώς είχε απωλέσει σε μια εβδομάδα το 75% της αξίας της μετά που ανακοίνωσε πως σε ένα τρίμηνο απώλεσε 100 δισ. δολάρια από την καταθετική της βάση. Να σημειώσουμε ότι με κεφαλαιοποίηση τον Νοέμβριου του 2021 στα 40 δισ. δολάρια, την Παρασκευή η συνολική αξία της τράπεζας ανερχόταν μόλις στα 557 εκ. δολάρια.
Την Πρωτομαγιά, ο συναγερμός τερματίστηκε αφού η JP Morgan μεταξύ έξι μνηστήρων κατέληξε σε συμφωνία εξαγοράς της 14ης μεγαλύτερης τράπεζας των ΗΠΑ. Το τίμημα της διάσωσης υπολογίστηκε στα 10,6 δισ. δολάρια για την απόκτηση 84 υποκαταστημάτων και εργασίες σε 8 πολιτείες των ΗΠΑ. Η First Republic από το Σαν Φρανσίσκο είναι εδραιωμένη στην αγορά της παραχώρησης δανείων σε νοικοκυριά εξυπηρετώντας μια κατά βάση εύρωστη πελατεία. Η διάσωση αποτελεί τη δεύτερη ακριβότερη στην τραπεζική ιστορία των ΗΠΑ.
Αν και κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί πως τέλος καλό όλα καλά, ειδικοί της αγοράς τονίζουν πως οι τραπεζικές κρίσεις δεν εξαφανίζονται τόσο απλά, αλλά μετεξελίσσονται και κάνουν την εμφάνισή τους με κάθε νέα αφορμή προκαλώντας διάφορα προβλήματα. Η διαπίστωση είναι σημαντική αφού γίνεται σε μια δύσκολη συγκυρία όπου οι αυξήσεις των επιτοκίων και ο επίμονος πληθωρισμός προκαλούν ρωγμές στην συνοχή της οικονομίας. Την ίδια στιγμή η εμπιστοσύνη των καταθετών έχει χαθεί, γεγονός που εντείνει τις ανησυχίες πως και άλλες μικρότερες τράπεζες θα χρειαστούν στήριξη.
Όπως είναι αναμενόμενο, η δουλειά της FED ως η νομισματική αρχή της χώρας καθίσταται ιδιαίτερα δύσκολη και ευαίσθητη ταυτόχρονα. Η οικονομία ήδη από το πρώτο τρίμηνο του έτους βρίσκεται σε κατάσταση αναιμικής ανάπτυξης καταγράφοντας μόλις 1,1% άνοδο στο ΑΕΠ. Προ του φάσματος η οικονομία να τεθεί σε αρνητική τροχιά ανάπτυξης τα επόμενά τρίμηνα, γίνεται η πρόβλεψη πως η FED πριν το τέλος του έτους θα έχει προβεί σε μία τουλάχιστον μείωση των επιτοκίων. Σε κάθε περίπτωση, για τους Αμερικανούς οικονομολόγους η εποχή των αυξήσεων των επιτοκίων τελειώνει σήμερα που το ημερολόγιο γράφει 3 Μαΐου 2023. Με αρκετή καθυστέρηση όπως και κατά την προηγούμενη περίοδο, και η δική μας ΕΚΤ αναμένεται πως θα ακολουθήσει.