Του Γιάννη Ιωάννου
Στο Rosa Luxemburg Stiftung, ένα από τα αρχαιότερα πολιτικά ινστιτούτα της Γερμανίας που συνδέονται με τη γερμανική Αριστερά, αναρτήθηκε στις 11 Μαρτίου ένα άρθρο με τίτλο «Ήμασταν λάθος». Ο ακαδημαϊκός που υπογράφει το άρθρο εκτός από την παραδοχή ως προς τις προσλήψεις της γερμανικής Αριστεράς σε σχέση με τη Ρωσία του Πούτιν καταλήγει όχι μόνο στην ξεκάθαρη καταδίκη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία αλλά και σε μια ειλικρινή τοποθέτηση: «Ο πόλεμος έχει χαράξει ξεκάθαρες γραμμές. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι προοδευτικές δυνάμεις πρέπει τώρα να επευφημούν τη γερμανική στρατιωτικοποίηση. Αντιθέτως. Αλλά για να γίνει μια αξιόπιστη και κριτική δύναμη εξωτερικής πολιτικής, η Αριστερά πρέπει τώρα να αλλάξει και με την εποχή».
Η γερμανική Αριστερά δεν μπορεί να συγκριθεί ως προς τη δυναμικότητα, τα μεγέθη και τις ιστορικές της εμπειρίες με την κυπριακή Αριστερά. Μπορεί ωστόσο να την διδάξει με το παράδειγμά της. Την προσαρμοστικότητά της και την τρέχουσα ιδεολογική συζήτηση στους κόλπους της ευρύτερης ευρωπαϊκής Αριστεράς για το πώς τα εν λόγω κόμματα μπορούν να πρωταγωνιστήσουν στον 21ο αιώνα, μπορούν να απεμπολήσουν ιδεολογικές αγκυλώσεις της εμπειρίας του 20ού αιώνα, ιδίως μετά το 1991 και να προσαρμοστούν σε μια εποχή που στα πολιτικά συστήματα της Ευρώπης η Αριστερά απέχει σημαντικά από την κυβερνητική προοπτική.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία ήταν αποκαλυπτικός για μέρος της υποτιθέμενης προοδευτικής Αριστεράς –εντός κι εκτός ΑΚΕΛ– στην Κύπρο. Κυριάρχησαν η αντι-δυτική ρητορική, ένας απολογητικός αναχωρητισμός για τη Ρωσία του Πούτιν, το whataboutism και σε μεγάλο βαθμό η ρωσική προπαγάνδα. Είδαμε άτομα που υποτίθεται είναι υπέρ της λύσης στο Κυπριακό να αναρτούν ειδήσεις για τον πόλεμο στην Ουκρανία από πηγές που επί δύο χρόνια διοχέτευαν υλικό εναντίον των εμβολιασμών και θεωρίες συνωμοσίας. Είδαμε την επίκληση πηγών όπως γνωστούς Αμερικανούς λαϊκιστές δημοσιογράφους που συνδέθηκαν με το κίνημα και τις θεωρίες του QAnon. Παρατηρήσαμε μια προσέγγιση για το υπαρκτό φαινόμενο του ριζοσπαστικού ουκρανικού νεοθνικισμού και των νεοναζί militias της Ουκρανίας, που αντί να προσεγγίσει το επικίνδυνο φαινόμενο με διάθεση κατανόησης και στρατηγική αντιμετώπισής του σε πολιτικό επίπεδο, υιοθετούσε αβασάνιστα το ρωσικό αφήγημα για «νεοναζί της Ουκρανίας», αγνοώντας την ύπαρξη αριστερών και αντιεξουσιαστών εθελοντών αλλά και την δουλειά της ίδιας της Δύσης (ΜΜΕ) και της ουκρανικής κοινωνίας των πολιτών (ΜΚΟ) που όχι μόνο ερεύνησαν αλλά έριξαν άπλετο φως στο φαινόμενο. Και είδαμε, πολύ και συγκεκαλυμμένο εθνικισμό, παλιάς αριστερής κοπής αντί για εκείνο το ήθος της Αριστεράς στον ελληνόφωνο κόσμο που αντιστάθηκε στον Ιταλό και Γερμανό εισβολέα, διατήρησε το ήθος της και στις κρίσιμες στιγμές έδειξε διάθεση για συναίνεση και πατριωτισμό αντί για πόλωση και διχασμό.
Το χειρότερο με αυτή την κατάσταση ιδίως στη Κύπρο είναι πως οι φορείς αυτών των αντιλήψεων δεν έχουν διάθεση για πραγματικό διάλογο. Όταν δεν δουλεύουν εκ του ασφαλούς ως trolls κινούμενοι μεταξύ ΜΚΔ, μπλογκόσφαιρας και comments σε ad hominem επίπεδο, κανείς δεν τους παίρνει, πολιτικά, στα σοβαρά. Σε ένα αντιφατικό ωστόσο επίπεδο η σχέση τους στις παρυφές ή εντός ενίοτε του ΑΚΕΛ μάλλον δημιουργεί πρόβλημα στο τελευταίο αντί απτού πολιτικού οφέλους. Γιατί η ιστορική εμπειρία του ΑΚΕΛ δεν είναι ούτε αυτή του ΚΚΕ στην Ελλάδα αλλά ούτε κι αυτή της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς ή του ΣΥΡΙΖΑ πριν και μετά την κυβερνητική του θητεία. Κι εδώ ακριβώς εδράζεται και η μεγάλη πρόκληση για το ΑΚΕΛ εν όψει του 2023. Αν κερδίσει στις εκλογές καλώς.
Θα έχει κατορθώσει να ορθοποδήσει πολιτικά. Επειδή όμως ένα τέτοιο σενάριο δεν φαντάζει, προς το παρόν, ως κυρίαρχο η πρόκληση που προκύπτει είναι υπαρξιακή στον ορίζοντα μετά το 2023 και δη στις βουλευτικές του 2026. Θέλει το ΑΚΕΛ να γίνει ΚΚΕ ή ΣΥΡΙΖΑ; Καλώς. Αργά ή γρήγορα θα φτάσει ή στα εκλογικά ποσοστά του πρώτου ή στην πολιτική κατάσταση του δεύτερου –που δεν έχει ξεκάθαρη στον, μακροχρόνιο, ορίζοντα κυβερνητική προοπτική.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία ήταν όντως αποκαλυπτικός για το πού στέκει ο καθένας. Η Αριστερά ή θα αλλάξει και στην Κύπρο ή θα ακολουθήσει τον δρόμο της πολιτικής παρακμής. Βασική προτεραιότητα για να μη συμβεί το δεύτερο δεν είναι ούτε η ιδεολογική καθαρότητα αλλά ούτε και η ιδεολογική ανακολουθία. Αλλά η προσαρμογή με την εποχή.