Τα τελευταία δύο χρόνια τούς ανασύραμε από την αφάνειά τους και τους επιτρέψαμε να κυκλοφορούν στις πρώτες ειδήσεις της επικαιρότητας. Η πανδημία μάς ανάγκασε να στρέψουμε το βλέμμα μας στα γερασμένα τους πρόσωπα και να τους εντάξουμε πανηγυρικά στην κατηγορία των ευπαθών. Γνοιαστήκαμε τάχα μου γι’ αυτούς, επιδείξαμε την πρόσκαιρη ευαισθησία μας, ενίοτε την περιφέραμε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με τη συνοδεία θλιβερών φωτογραφιών και σπεύδαμε να πληκτρολογήσουμε την απουσία κρατικής πρόνοιας για την τρίτη ηλικία, προκειμένου να εκτονώσουμε την κοινωνική μας παρέμβαση.
Κάθε φορά ωστόσο που πέθαινε ένας γέρος από κορωνοϊό και ο θάνατος του ανακοινωνόταν στα δελτία ειδήσεων με τη φοβερή προσθήκη των υποκείμενων νοσημάτων, ενδόμυχα –ας είμαστε επιτέλους ειλικρινείς– νιώθαμε πως η απώλεια δεν ήταν τόσο «τραγική» αφού «έτσι κι αλλιώς τα χρόνια τους ήταν μετρημένα». Η μοναξιά τους, ο φόβος τους, η θλίψη και η ανημποριά τους μας συγκινούσε από απόσταση, χωρίς επί της ουσίας να μας συνταράξει τόσο, ώστε να μετατοπίσει τις εφησυχασμένες μας βεβαιότητες και τις επιδερμικές μας προσεγγίσεις. Διότι προφανώς επιλέγαμε να γαντζωνόμαστε από την ψευδαίσθηση ότι τα γηρατειά είναι κάτι που συμβαίνει σ’ αυτούς, λες και πρόκειται για κάποια ασθένεια και όχι τη φυσική πορεία των πραγμάτων. Και σύντομα, όταν η πανδημία θα περάσει σε δεύτερη μοίρα στην ειδησεογραφική επικαιρότητα, θα τους αλλάξουμε και πάλι κατηγορία και θα τους επαναφέρουμε εκεί που τους είχαμε πάντα καταχωρημένους. Στο περιθώριο της κοινωνίας. Πολίτες τρίτης κατηγορίας. Ξοφλημένη γενιά, χωρίς καμία χρησιμότητα πλέον. Και θα γίνουμε και πάλι απρόθυμοι να γνοιαστούμε γι’ αυτούς και να διεκδικήσουμε το δικαίωμά τους στην αξιοπρέπεια, θλιβερά ανίκανοι να αντιληφθούμε πως στη θέση τους θα βρισκόμαστε πολύ πιο σύντομα από ό,τι το υπολογίζουμε. Αυτή είναι η πραγματικότητα στην οποία ζούμε και για την οποία έχουμε όλοι μας σοβαρό μερίδιο ευθύνης. Ο ηλικιακός ρατσισμός που πλήττει τους ηλικιωμένους μας είναι η χειρότερη μορφή ρατσισμού που μας χαρακτηρίζει, γιατί προδίδει πόση ανθρωπιά έχουμε χάσει προκειμένου να παριστάνουμε πως έχουμε γίνει κάτι. Και αυτό το κάτι που γίναμε μας αποτρέπει να αναγνωρίζουμε τη σοφία που κουβαλούν τα γηρατειά και τα διδάγματα που κρύβουν οι χαρακιές των γερασμένων προσώπων, ώστε να σπεύσουμε να τα φροντίσουμε όπως τους αξίζει και όχι να τα περιθωριοποιούμε ελαφρά τη καρδία.
Αυτές οι μορφές όμως κάτι λέγουν, όπως έγραψε κάποτε ο Διαμαντής και όσο δεν γνοιαζόμαστε να διαβάσουμε αυτό το κάτι, θα συνεχίσουμε να πελαγοδρομούμε μέσα στην πλάνη που συντηρεί την ψευδαίσθηση ότι καταφέραμε να μάθουμε ποιοι είμαστε και ποιοι πραγματικά υπήρξαμε. Και ίσως ο λόγος που δεν ξέρουμε πού πάμε και τι επιδιώκουμε να είναι η έλλειψη αυτής της γνώσης, η οποία βρίσκεται συμπυκνωμένη στα γερασμένα σώματα των ηλικιωμένων μας, τα οποία, αντί να τα εξερευνούμε με ευλάβεια, τα ρίχνουμε στο περιθώριο συνυπογράφοντας την κρατική αδιαφορία απέναντί τους. Είναι όμως επιτέλους καιρός να κατανοήσουμε πέντε βασικά πράγματα και να καταλάβουμε πως τις καλογυαλισμένες Μερσεντές με τις οποίες κυκλοφορούμε επιδεικνύοντας την «επιτυχημένη» μας πορεία, δεν τις οφείλουμε στα πτυχία ή στα περισπούδαστα προσόντα μας αλλά στις γιαγιάδες και τους παππούδες μας, που κουβαλούσαν στους ώμους τους καυσόξυλα, προσπαθώντας να επιβιώσουν σε σκληρές εποχές και να φτιάξουν με τα λιγοστά μέσα που διέθεταν μια ζωή πλέρια. Κι αν αυτό συνεχίσει να μας διαφεύγει τότε όταν φτάσουμε στην ηλικία τους η μοναξιά και η θλίψη θα είναι σαφώς χειρότερη από τη δική τους, γιατί σε μας θα συνοδεύεται από την παντελή απουσία βαθύτερου νοήματος και ταπεινής πίστης σε κείνο που μας υπερβαίνει. Οι συνθήκες μέσα στις οποίες επιτρέπουμε να ζει ένας ηλικιωμένος σ’ αυτή τη χώρα, χωρίς καμία κρατική φροντίδα και ουσιαστική πρόνοια, και σ’ ένα απαράδεκτο κοινωνικό αποκλεισμό, ένα πράγμα μαρτυρούν: Πως βρισκόμαστε όλοι σε λάθος δρόμο και σε πλήρη άγνοια της λανθασμένης μας πορείας.