Του Απόστολου Κουρουπάκη
Την περασμένη εβδομάδα συζητήθηκε αρκετά τουλάχιστον στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και σε τηλεοπτικές εκπομπές η ιστορία με την «αγανάκτηση» του Light για το ότι μία κοπέλα τραγούδησε το «Ντερμεντέρισσα» του Βασίλη Τσιτσάνη, σε μουσική τηλεοπτική εκπομπή ταλέντων, χαρακτηρίζοντάς το ως απολίθωμα, ενώ εξέφρασε και την απορία γιατί να ακούει Active Member, όταν ερωτήθηκε από τον Αντώνη Ρέμο, αν τους ακούει.
Εμένα, βλέποντας το απόσπασμα μού ήρθε στο μυαλό το: «Πού είναι ο Βάγκνερ, πού είναι ο Πουτσίνι;». Δεν ξέρω αν θυμάται κανείς αυτό το cult τηλε-κομμάτι, αλλά σίγουρα οι περισσότεροι θα γνωρίζουν και τον Βάγκνερ και τον Πουτσίνι, έστω και αν έχουν περάσει πάρα πολλά χρόνια από τότε που δημιουργούσαν μουσική. Το ίδιο ισχύει και για τον Βασίλη Τσιτσάνη, και με την «Ντερμπεντέρισσά» του. Για να μην πω για τους Beatles, που τους ξέρουν και οι πέτρες, χωρίς φυσικά να κάνω αξιολογική σύγκριση. Μάλιστα, ένα τραγούδι του συγκροτήματος το «Now and Then» κυκλοφόρησε πριν από λίγες ημέρες, αποδεικνύοντας ότι η μουσική, όταν είναι καλή προορίζεται να ζήσει και να μακροημερεύσει.
Επίσης, σκέφτηκα και το τι μού είπαν σε πρόσφατη συνέντευξή μας οι συντελεστές της συναυλίας «Ρίζες», Δημήτρης Φανής, Ασπασία Στρατηγού, Πάρης Ξάνθου και Νεοκλής Νεοφυτίδης για το τι σημαίνει «παραδοσιακή μουσική». Αναφέρω ενδεικτικά την απάντηση του Νεοκλή Νεοφυτίδη «Η παραδοσιακή μουσική ως σκυτάλη “παραδίδεται” στους επόμενους και αποκαλύπτεται εκ νέου» καθώς και του Δημήτρη Φανή στην ερώτησή μου αν η μουσική είναι ένα δέντρο που χρειάζεται ρίζες για να δώσει καρπούς. Μεταξύ άλλων ο Δημήτρης μού απάντησε πως το δέντρο αυτό για να παραμείνει ακμαίο χρειάζεται αγάπη και φροντίδα […] αλλά κυρίως καθάρισμα από τα παράσιτα που λειτουργούν μεθοδικά ώσπου να σαπίσουν τις ρίζες του και εν τέλει να το σκοτώσουν».
Μετά θυμήθηκα τον Fantastic Negrito, ο οποίος είχε εμφανιστεί στον Φέγγαρο, και ονομάζει τη μουσική του «Black Roots». Τον είχα ρωτήσει τότε τι σημαίνει αυτός ο προσδιορισμός, μου είχε απαντήσει ως εξής: «[…] Όταν άρχισα να δουλεύω την ιδέα του σχεδίου Fantastic Negrito άκουγα πρώιμους μαύρους καλλιτέχνες από το Δέλτα του Μισισιπή, όπως οι Charlie Patton, Blind Lemon, Robert Johnson, Skip James και σκεφτόμουν ότι αυτό είναι η απαρχή του λαϊκού πολιτισμού, και αυτοί οι καταπληκτικοί καλλιτέχνες ίσως χαθούν, από εκεί λοιπόν πηγάζει το «Black Roots». Από τη μνήμη και τις ρίζες ανθρώπων που υπέφεραν πολύ, αλλά από τον πόνο τους προήλθε κάτι πολύ σημαντικό για όλη την ανθρωπότητα. Και για εμένα η ιδέα «black roots», οι μαύρες ρίζες, αφορά όλον τον κόσμο, επειδή οπουδήποτε και αν πάω, στη Γαλλία, στη Γερμανία, στο Βέλγιο τις ακούω, ρίζωσαν πριν από πολλά χρόνια, από ανθρώπους που ξεκίνησαν από την Αφρική, σκλάβοι στην Αμερική, και από όλα όσα υπέφεραν ήρθε αυτή η καταπληκτική μουσική που όλοι ακούμε και παίζουμε. Αυτή τη μουσική την ακούμε παντού γύρω μας σήμερα. Είναι τόσο εύκολη η σύνδεσή τους με το σήμερα […]».
Σύμφωνοι πως όλα εξελίσσονται, όλα προχωράνε και κάτι που παλαιότερα ήταν σημαντικό μετά από κάποια χρόνια ίσως να έχει χάσει την αίγλη του ή ακόμα και τη σημαντικότητά του, να μη συγκινεί, όπως κάποτε. Ωστόσο, η θέση πως ό,τι πέρασε πάει πέθανε, προσωπικά με βρίσκει αντίθετο. Σίγουρα, δεν ζουν όλα, δεν καλογερνάνε όλα τα προηγούμενα καλλιτεχνικά δημιουργήματα, είτε αυτά είναι τραγούδια, είτε είναι θεατρικά, είτε βιβλία, είτε εικαστικό έργο τέχνης. Ωστόσο, ακόμα και η ύπαρξη αυτών των κακογερασμένων καλλιτεχνικών δημιουργημάτων είχε χρησιμότητα. Πόσω μάλλον, όταν τραγούδια, θεατρικά ή λογοτεχνικά έργα, καταφέρνουν να ζήσουν πάνω από μία γενιά και συχνά-πυκνά να αναφερόμαστε σε αυτά. Για παράδειγμα ο Βασίλης Τσιτσάνης μπορεί να έχει πεθάνει εδώ και τριάντα περίπου χρόνια, αλλά η «Ντερμπεντέρισσά» του ζει και επιβιώνει από το 1967, έχει γράψει τα χιλιόμετρά της στα κοντέρ των ελληνικών μουσικών δρόμων, έστω και αν ο Light το θεωρεί απολίθωμα, έστω και αν δεν ξέρει καν τι θα πει ντερμπεντέρισσα. Την απάντηση τη δίνει το ίδιο το τραγούδι: «Τρέξε μάγκα να ρωτήσεις να σου πουν ποια είμαι γω». Και επειδή έχω την αίσθηση πως ο Βασίλης Τσιτσάνης δεν θα γούσταρε τις παρόλες, δεν έχει νόημα να εξηγήσεις σε κανένα για το τι σημαίνει προχωράω μπροστά, έχοντας τα πατήματά μου σε κάτι που προϋπήρχε, και επειδή μπορώ το πάω και παρακάτω, πολύ παρακάτω, αλλά ξέρω πού να το παρκάρω, αν δω ότι μένω από καύσιμο.