Του Ανδρέα Ανδρέου
Η εντός των τειχών πόλη της Λευκωσίας επανήλθε τις τελευταίες μέρες στο προσκήνιο επειδή πάντα αποτελεί ένα καλό κεφάλαιο εν μέσω προεκλογικής περιόδου. Αυτή την περίοδο λοιπόν την θυμήθηκαν υποψήφιοι βουλευτές και βγαίνουν στο φακό και αλλού προτείνοντας μέτρα αναζωογόνησής της. Η κασέτα φυσικά είναι γνωστή και χιλιοακουσμένη.
Ένα αστικό κέντρο είναι ένας ζωντανός οργανισμός που απαιτεί συνεχή ενασχόληση σε όλα τα επίπεδα. Άμα το αφήσεις, θα σε αφήσει. Και σίγουρα όταν το πολεμάς, το σκοτώνεις. Και δυστυχώς η ιστορία του κέντρου της Λευκωσίας, από την εισβολή και μετά, είναι μια ιστορία μιας διαιρεμένης πόλης που ατύχησε επανειλημμένα όντας έρμαιο εκστόμισης λόγων κενών περιεχομένου και εφαρμογής σκόρπιων και αντιφατικών πολιτικών αποφάσεων.
Το ότι κάποιοι σήμερα θεωρούν πως η πολιτεία έπραξε το καθήκον της επειδή πριν σχεδόν τέσσερις δεκαετίες δημιούργησε τη Λαϊκή Γειτονιά είναι άκρως ανησυχητικό. Και είναι ανησυχητικό επειδή, ενώ η Λαϊκή Γειτονιά έπρεπε να ήταν το έναυσμα της αναγέννησης του Κέντρου της Λευκωσίας, ακολουθούμενο από μια συνεχή εφαρμογή ενός συντεταγμένου προγράμματος – ενός μακρόπνοου οράματος – αναζωογόνησης, ανάπτυξης και συντήρησης, περιορίστηκε στο να είναι το έναυσμα ενός προγράμματος αυτόματου πιλότου που μας πετούσε πάνω από ορόσημα τα οποία θεωρητικά έμπαιναν αλλά δεν υλοποιούνταν.
Σαν σκόρπιες και αντιφατικές πολιτικές αποφάσεις αναφέρω παραδειγματικά τις χρονικά τυχαίες αποφάσεις αποκέντρωσης κρατικών υπηρεσιών, όπως του Κτηματολογίου, της Πολεοδομίας, του Τμήματος Φορολογίας, του Γενικού Νοσοκομείου, καθώς και Υπουργείων. Αυτή η πολιτική ώθησε στην σταδιακή αποκέντρωση άλλων υπηρεσιών με τη μεταστέγαση εταιρειών και ομίλων του ιδιωτικού τομέα.
Το τελειωτικό κτύπημα ήρθε με τη δημιουργία εμπορικών κέντρων – δορυφόρων που στράγγισαν το Κέντρο από κόσμο και ζωή.
Συνάμα, η έλλειψη οράματος από τη μια και οι δαιδαλώδεις γραφειοκρατικές διαδικασίες από την άλλη, στέρησαν από το Κέντρο και την κοινωνία ουσιώδεις υποδομές όπως σύγχρονα μουσεία, μέγαρα μουσικής και θεάτρων και γενικά οτιδήποτε απαιτεί η κοινωνία για ανάδειξη της ιστορίας, του πολιτισμού και της κουλτούρας της. Επιπλέον, είχαμε καταντήσει να έχουμε γερασμένες οδούς που εξυπηρετούσαν (κάκιστα) μόνο τα οχήματα και ελάχιστα (αν όχι καθόλου) τους πεζούς και τους ΑΜΕΑ. Ακόμη και το πράσινο έδειχνε πως ήταν αποτέλεσμα αποφάσεων του στυλ «βάλε φίκους που είναι πάντα πράσινοι…» χωρίς να δίνεται η όποια σημασία για τις άλλες δεκάδες προβλήματα που αυτοί προκαλούν.
Τα τελευταία χρόνια είμαστε μάρτυρες μιας αλλαγής προς το θετικότερο. Μιας αλλαγής που άρχισε μεν αργά, που ανεβάζει ρυθμούς δε, αφού έργα υποδομής ολοκληρώνονται με γεωμετρική πλέον πρόοδο. Η Λευκωσία του προχθές δεν θα έχει καμία σχέση με τη Λευκωσία που θα βλέπουμε σε ένα χρόνο από σήμερα. Και αυτό θα το διαπιστώσετε όλοι.
Το πρόβλημα όμως με την εντός των τειχών Λευκωσία παραμένει ενόσω η πολιτεία συλλογικά δεν θέτει τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων.
Η εντός των τειχών πόλη έχει τα εξής ουσιαστικά προβλήματα: (α) είναι μια πόλη διαιρεμένη λόγω της τουρκικής κατοχής, (β) είναι στραγγισμένη από οικονομική δραστηριότητα, (γ) έχει σχεδόν απόλυτη κτηριακή εγκατάλειψη, (δ) χαρακτηρίζεται από δημιουργία και συντήρηση γκέτο, (ε) πάσχει από έντονη δημογραφική αλλοίωση, (στ) προκαλεί αίσθημα ανασφάλειας.
Αυτή είναι η καταγραφή των πραγματικών κύριων παραμέτρων του προβλήματος και όσοι αρνούνται να τις δουν, δεν υπάρχει περίπτωση να πάνε επιτυχώς προς το δεύτερο στάδιο που είναι η εκπόνηση πολιτικών και μέτρων για αναζωογόνηση της περιοχής. Η παραδοχή πως τα πιο πάνω αποτελούν πραγματικό πρόβλημα δεν έχει να κάνει, ούτε με σύνδρομα ξενοφοβίας, ούτε και ρατσισμού – σύνδρομα τα οποία κάποιοι προσπαθούν να αποδώσουν σε όσους τα υποδεικνύουμε ως προβλήματα. Είναι απλά μια επαναληπτική διαδικασία η οποία αθροιστικά οδηγεί σε εγκατάλειψη, οικονομικό μαρασμό και ανασφάλεια.
Τα τελευταία ένα – δύο χρόνια γίνονται επιτυχείς προσπάθειες εμπλουτισμού του ιστορικού κέντρου με τρόπους που στόχο έχουν να ενεργήσουν καταλυτικά στη νέα προσπάθεια. Το RISE και η μόλις ανακοινωθείσα μεταστέγαση της Αρχιτεκτονικής Σχολής αποτελούν δυνατά παραδείγματα, όπως και ο πυλώνας της μετατροπής της πόλης σε έξυπνη με την εφαρμογή τεχνολογιών αιχμής.
Η προσπάθεια δεν μπορεί να σταματήσει εδώ. Χρειάζονται δυνατά οικονομικά κίνητρα προς επιχειρήσεις έτσι ώστε να κάνουν το μεγάλο βήμα μεταστέγασης τους τόσο στην εντός των τειχών πόλη, όσο και στην περίμετρο της. Χρειάζονται ουσιαστικά φορολογικά κίνητρα σε ιδιώτες για να δημιουργήσουν το σπίτι τους. Όμως αυτό δεν αρκεί. Χρειάζεται η πολιτεία να βρει τρόπους να αυξήσει το αίσθημα ασφάλειας, επειδή χωρίς ασφάλεια κανένας – ούτε ιδιώτης, ούτε επιχείρηση – δεν θα κάνει το βήμα.
Και τώρα έρχομαι στο Άλφα και στο Ωμέγα της επιτυχίας. Θα πρέπει η πολιτεία να λάβει την απόφαση να απενεργοποιήσει την κάλυψη της προστασίας του Νόμου του Ενοικιοστασίου στην εντός των τειχών πόλη. Παρόλο που μάλλιασε η γλώσσα μου να υποστηρίζω την καθολική κατάργηση του εν λόγω Νόμου, για λόγους που δεν θα επαναλάβω τώρα, ας το κάνουν πιλοτικά για την εν λόγω γεωγραφική περιοχή. Αν το εγχείρημα αποτύχει (που δεν θα αποτύχει) το επαναφέρουν όποτε θέλουν.
Ο συνδυασμός των όποιων κινήτρων με την αναστολή εφαρμογής της προστασίας του ενοικιοστασίου θα δημιουργήσει τις συνθήκες για μεγάλης κλίμακας επενδύσεις που θα περιλαμβάνουν ανοικοδομήσεις, εκτεταμένες ανακαινίσεις κτηρίων, ανάπτυξη νέων εύρωστων επιχειρήσεων λιανικού εμπορίου, εστίασης και γραφειακών χρήσεων, ανάπτυξη τουριστικών μονάδων, μουσικών σκηνών, γκαλερί κ.λπ.
Η πολιτική αναζωογόνησης πρέπει να αντιμετωπίζει το πρόβλημα ολιστικά και σε όλη του τη διάσταση. Η σπασμωδική παράταξη μέτρων και δη οι λεκτικές προκηρύξεις θα κάνουν μια τρύπα στο νερό.