Τι ώρα να βρεθούμε την ρώτησα, θα ήτανε ωραία αν μπορούσες την ώρα του ηλιοβασιλέματος μου απάντησε, δεν κοίταξε ρολόι και αριθμούς, προτίμησε να προσδιορίσει το χρόνο με τα χρώματα του απογεύματος και τόκανε τόσο αβιάστα που ένιωσα να με συνεφέρνει. Είχαμε καιρό να βρεθού-με, δεν θυμάμαι ποια ήτανε η τελευταία φορά, μιλούσαμε αραιά και που με μηνύματα και στέλναμε καρδίες και αγκαλιές για όσα μεσολάβησαν, δοκιμασίες από κείνες που μετατοπίζουν τον άνθρωπο προς μια ουσία όμοια με αυτή των δειλινών. Έφτασα λίγο πριν βουτήξει ο ήλιος, τη βρήκα να κά-θεται πάνω στην άμμο οκλαδόν μπροστά από το σπίτι της, το σπίτι της είναι δύο βήματα από το κύμα, από κείνα τα ατόφια κυπριακά με τις λιτές κάμαρες και τις μεγάλες συκαμιές που επιβιώνουν σε ένα παραθαλάσσιο χωριό ξεχασμένο-προς το παρών-από την λεγόμενη ανάπτυξη. Μου χάρισε ένα ανοιχτόκαρδο χαμόγελο και αμέσως μετά μια σφικτή αγκαλιά που κράτησε ώρα ή τουλά-χιστον έτσι την αισθάνθηκα, νάχει την διάρκεια πηγαίας τρυφερότητας, και ύστερα πήρα θέση δίπλα της ευθυγραμμίζοντας το βλέμμα μου με το δικό της προς τη γραμμή του ορίζοντα που άρχισε ήδη να κοκκινίζει.
Μια παρέα πιο πέρα έπαιζε με τα βότσαλα, ένα κορίτσι διέσχιζε την απεραντο-σύνη με την σανίδα της, μια ψαρόβαρκα κυλούσε στο βάθος με ηρεμία και ήτανε όλα τριγύρω σαν παρηγοριά, ότι ο κόσμος δεν έχει ολότελα ραγίσει. Τη ρώτησα πώς πάει ο κήπος της με τα βότανα, κάθε μέρα τον περιποιείται μου είπε, με ρώτησε αν ζει ο βασιλικός που μου χάρισε κάποτε, ντρά-πηκα να της πω πως μαράθηκε, το κατάλαβε ωστόσο και είπε πως θα μου δώσει άλλο και ύστερα πήγε προς το σπίτι για να φέρει φρέσκα λεμονάδα, “νάχουμε κάτι δροσερό να πίνουμε όσο απο-χαιρετούμε τον ήλιο” συμφώνησα και άπλωσα στην άμμο σαν μικρό παιδί, χέρια διάπλατα, μυαλό νωχελικό, καρδιά ορθάνοιχτη.
Τα τζιτζίκια τραγουδούσαν ακόμα, το τετέρισμα τους δραπέτευε μέσα από τα κλαδιά της μεγάλης συκαμιάς και από την αυλή της έφτανε ως τη θάλασσα πιο δυνα-τό και από τον ήχο της ψαρόβαρκας, τέτοια ώρα τα τζιτζίκια σωπαίνουν, παρατήρησα, ίσως νά-χουνε κι’αυτά αποπροσανατολιστεί σκέφτηκα, αναίρεσα όμως στο δευτερόλεπτο την σκέψη μου, μια χαρά είναι τα τζιτζίκια, εμείς είναι που επιμένουμε να λοξοδρομούμε. Τα βήματα της διέκοψαν το συλλογισμό μου, κρατούσε τις λεμονάδες στο χέρι και στα μάτια της ηταν εμφανής η αγωνία να ξεκινήσει την εξιστόρηση για όλα τα μαγικά που της συνέβηκαν από τότε που είχαμε να βρεθούμε, μόνο σε σένα και ένα-δύο άλλους μπορώ να μιλήσω γι’αυτά, είπε, οι υπόλοιποι θα με περάσουν για τρελλή, της βρήκα δίκαιο.
Κάθισε στην άμμο με τα πόδια απλωμένα ώστε οι πατούσες της να αγγίζουν την θάλασσα, ξεδίψασε το στόμα της με μια δροσερή γουλιά από το ποτήρι της, και άρχι-σε να μου περιγράφει ένα σωρό μυστήριες συμπτώσεις που της συνέβηκαν την ώρα που έμοιαζε απίθανον να της συμβεί κάτι τόσο απρόσμενα καλό που να την γλιτώνει από την απελπισία της. Και όμως συνέβηκε, είπε και πράγματι έμοιαζε εξωπραγματικό εκείνη όμως ανέκαθεν πίστευε στα μαγικά και στους αγγέλους και στις νεράιδες και στα ξωτικά ακόμα και στο ότι οι ψυχές των πεθα-μένων μας γίνονται κάποτε πεταλούδες με πανέμορφα φτερά και φανερώνονται μπροστά μας την ώρα της ασχήμιας για να μας συνεφέρουν. Ποτέ της, λέει, δεν απέκλεισε το μυστήριο από την πραγματικότητα της ή όπως το γράφει καλύτερα ο Κορτάσαρ “φρόντιζε να διατηρεί την πραγματι-κότητα της εκτεταμένη, ελαστική, να χωρεί τα πάντα”. Όποιος γνοιάζεται να διατηρήσει το πάρε-δώσε του με το μαγικό λογαριάζεται τρελλός, της είπα και γελάσαμε και ύστερα πιάσαμε ξανά το σοβαρό μας, δεν ξέρω πού πάει ο κόσμος είπε εκείνη, κάπου απόμακρα και απομακρυσμένα από τα χρώματα του δειλινού, της είπα, και ίσως γι’αυτό επείγεται να μείνουμε εδώ, σ’αυτή εδώ την ακτή, όπου ο ήλιος έχει από ώρα βουτήξει στο νερό αλλά τα τζίτζίκια συνεχίζουν το τραγούδι τους.