Χαλκοκονδύλη γωνία, μέρα μεσημέρι, μια άλλη Αθήνα, σκληρή και αφιλόξενη και με μια κουφόβραση αφόρητη που περιπλανιέται στους βρώμικους δρόμους της. Περπατώ απρόθυμη να αφομοιώσω τις εικόνες που με περιτρυγυρίζουν, φοβάμαι πως αν καταπιώ έστω και μια σταγόνα από τον ιδρώτα των σπασμένων ζωών που περιφέρονται γύρω μου θα εξαπλωθεί, σε χρόνο μηδέν, το ράγισμα τους στις φλέβες μου. Βλέπω ένα νεαρό παιδί, ούτε εικόσι δεν θάναι που κοιμάται xάμω στο πεζοδρόμιο μέσα σε ένα μεγάλο κασόνι ανοιγμένο στα τέσσερα, το λιγδιασμένο πάπλωμα πλάι του προδίδει την “μονιμότητα” της διαμονής του και μια κολώνα πίσω του βαμμένη με σπρέι και καυσαέριο παριστάνει το θεμέλιο. Τα μάτια του νεαρού είναι κλειστά γι’αυτό υποθέτω πως κοιμάται, ίσως όμως και να μην κοιμάται, ίσως νάναι λιπόθυμος από τα ναρκωτικά ή μπορεί και ετοιμοθάνατος, ποιός μπορεί να το αποκλείσει, κόσμος πηγαινοέρχεται υπνωτισμένος από το εκκρεμές της επιβίωσης και τον προσπερνά, όπως προσπερνά κανείς οτιδήποτε οικείο και κάποιοι πιο αφηρημένοι, που ίσα που προλαβαίνουν να μην σκοντάψουν πάνω του, απομακρύνονται εκνευρισμένοι.
Πού να οφείλεται άραγε ο εκνευρισμός τους, στο ότι βρέθηκε στο δρόμο τους ένα άστεγο “χαλασμένο” παιδί ή στο ότι ένα παιδί είναι “χαλασμένο” και άστεγο; Κάνω και γω το ίδιο, τον προσπερνώ με αργό βηματισμό και μετά κοντοστέκομαι και τον παρατηρώ από απόσταση, δεν είμαι σίγουρη τί με τρομάζει περισσότερο, η εξοικείωση του κόσμου με την σκληρότητα της πόλης ή η ίδια η σκληρότητα που διακλαδώνεται διεκδικώντας περισσότερο χώρο έξω και μέσα μας; Διαφέρουν τελικά τα δύο ή μήπως είναι συγκοινωνούντα δοχεία, αλληλοτροφοδοτούμενα και ενωμένα σε ένα αέναο εθισμό; Το ξενοδοχείο μου είναι στην γωνία, από λάθος το διάλεξα, λίγα μέτρα πιο κάτω η Πλατεία Βάθης, πηγμένη με ζωές τελεσίδικα κατεστραμμένες, καλύτερα να αποφεύγεις εκεί τις βόλτες τα βράδια, ακόμα και τίποτα να μην σου συμβεί σίγουρα θα σου συμβεί η θλίψη. Τριγύρω από το ξενοδοχείο ψηλές άθλιες πολυκατοικίες με στενοκοπημένα μπαλκόνια, μουντές και λερωμένες, τις βλέπω από το παράθυρο του δωματίου μου και σκέφτομαι πως αυτά τα μπετονένια κουτιά είναι σαν φυλακές, ο καθένας και η καταδίκη του και οι ελπίδες αναστολής μηδαμινές. Το δωμάτιο μου είναι στον έβδομο όροφο, η θέα πανοραμική, απλώνει μπροστά μου σε όλο της το μπόι η μπόχα και η μοναξιά του ανθρώπου και ανάμεσα τους κάδοι σκουπιδιών, παρατεταγμένοι ο ένας πλάι στον άλλο σαν αδηφάγα τέρατα.
Ακριβώς έξω από την είσοδο του ξενοδοχείου μια μεσήλικη τύπισσα με πράσινο μίνι φουστάνι κάνει από το πρωί πεζοδρόμιο, διάφοροι άντρες με αμάνικες φανέλες και χρυσές αλυσίδες την περιτρυγυρίζουν με μισόλογα, το ίδιο βράδυ ένας από αυτούς μαλώνει με ένα όμοιο του, άναρθρες κραυγές που διαρκούν γύρω στο δεκαπεντάλεπτο διακόπτουν τον ύπνο μου, σηκώνομαι και τραβάω την κουρτίνα αλλά έχουν όλοι επιστρέψει ήδη στις θέσεις τους, η τύπισσα στο φτηνιάρικο φουστάνι της και οι “νταήδες” στα φτηνά τσιγάρα τους. Ο ταξιτζής που με πάει στο αεροδρόμιο δύο μέρες μετά, με ρωτάει γιατί διάλεξα αυτή την γειτονιά, βαριέμαι να του εξηγήσω πως πρόκειται για παρεξήγηση, πως έτσι κι’αλλιώς η εποχή που βιώνουμε είναι μια παρεξήγηση, εκείνος απτόητος λέει για τα πρεζόνια που τα βράδια αναποδογυρίζουν τα σκουπίδια επειδή πεινάνε, λέει επίσης πως είναι άκακοι και πως δεν σε πειράζουνε, μούρχεται να βάλω τα κλάματα, το παθαίνω συχνά το τελευταίο καιρό και ιδιαίτερα αντίκρυ σε βαθειά ραγίσματα, βάζω βουβά κλάματα ή φεύγω αμίλητα, ένα από τα δύο ή και τα δύο, τί να εξηγήσεις άλλωστε και σε ποιόν, το χάος έχει πάντα πιο δυνατή φωνή. “Πώς τα πέρασες” με ρωτάει η Ε στο τηλέφωνο, “δεν καταφέραμε να συναντηθούμε” λέει μετά, η Ε μένει σε άλλη γειτονιά της Αθήνας, από κείνες που αράζει ο κόσμος στις καφετέριες και βρίσκει ακόμα λόγους να νιώθει που και που ανάλαφρος. “Πέρασα παράξενα” της απαντώ, θέλω ωστόσο να της πω κι’ άλλα, πως πρέπει κάποια στιγμή να ψάξουμε ένα άλλο δρόμο, πως αυτός δεν οδηγεί πουθενά ή κι’αν οδηγεί κάπου είναι σε ένα κασόνι στο πεζοδρόμιο ανοιγμένο στα τέσσερα με ένα παιδί να κοιμάται μέσα, διαλέγω όμως κάτι άσχετο να πω, όπως ότι η ζέστη είναι αισθητά πιο πάνω από τα κανονικά για την εποχή επίπεδα και η σκόνη δεν λέει να φύγει…