Στέκομαι με τα χέρια ακουμπισμένα στο κάγκελο και τις παρατηρώ με την άκρη του ματιού μου. Παριστάνω πως κοιτώ ευθεία, ευθεία είναι το νέο Δημαρχείο και στο ενδιάμεσο τα αρχαία μνημεία που την νύχτα έχουν ειδικό φωτισμό. Τώρα όμως είναι απόγευμα, είναι αργία, είναι όλα κλειστά και μόνο εγώ κι’αυτές οι τρεις μικρές γυναίκες κυκλοφορούμε στο συγκεκριμένο στενό της παλιάς πόλης, όπου τις επόμενες μέρες, υπολογίζω, πως θα περιφέρουν οι υποψήφιοι την προεκλογική πραμάτεια τους. Μέχρι τότε όμως συμβαίνει ησυχία και οι μόνοι ήχοι που ακούγονται είναι το νιαούρισμα μιας γάτας που με προσπερνά και τα συγκρατημένα χαχανητά των τριών γυναικών. Ο ουρανός είναι ξεθωριασμένος, η ατμόσφαιρα θολή, δύο-τρία στρουμπουλά σύννεφα εμφανίζονται στο πολύ βάθος και ένας ήλιος βαριεστημένος μας ραντίζει με αψυχολόγητη κουφόβραση. Τις παρατηρώ από απόσταση και τις βλέπω που στέκονται ανάλαφρες μπροστά από την είσοδο του Δημαρχείου αδιαφορώντας για τις καιρικές συνθήκες, ακόμα κι’αν έβρεχε αυτές εδώ θα ήταν, αρκεί που είναι αργία και είναι όλα κλειστά, ειδικά τα στόματα που δίνουν οδηγίες. Φοράνε και οι τρείς στενά τζιν που διαγράφουν τα λεπτεπίλεπτα τους πόδια, μακό λευκά μπλουζάκια σαν μαθητικά, φτηνά κοκκαλένια γυαλιά ηλίου στο σχήμα των Ray-ban και τα μαύρα μακριά μαλλιά τους-που φαντάζομαι πως μυρίζουν φρέσκα καρύδα- κουνιούνται πέρα-δώθε από ένα ελαφρύ αεράκι. Δύσκολο να υπολογίσω την ηλικία τους, μάλλον είναι γύρω στα 25, ίσως και μεγαλύτερες, οι Ασιάτισσες έχουν αυτό το προνόμιο να φαίνονται μικρότερες λες και ο χρόνος επίτηδες επέλεξε να τις παραχαιδεύει. Βγάζουν φωτογραφίες με τα κινητά τους, πότε σέλφι, πότε η μια την άλλη και με φόντο το νέο Δημαρχείο παίρνουν διάφορες πόζες, τα χέρια ψηλά λες και γιορτάζουν κάποια νίκη, τα χέρια στη μέση ή στο κεφάλι όπως τις σταρ του σινεμά, το κεφάλι γυρτό στο πλάι σαν νάζι, το πρόσωπο ανφάς ή τρουάκαρ και ένα σωρό άλλες χειρονομίες και γκριμάτσες που τους προκύπτουν αβιάστα. Μετά από κάθε κλίκ μαζεύονται γύρω από την οθόνη για να “ψηφίσουν” ποιά από όλες τις αποτυπωμένες πόζες αξίζει να κρατηθεί στο αρχείο των αναμνήσεων τους και ποιά θα την πάρει το delete στα σκουπίδια.
Είναι δε τόσο χαρούμενες που κάνω την σκέψη πως πρόκειται για χαρά συσσωρευμένη, που την φυλάνε δηλαδή ειδικά για τις αργίες, τις υπόλοιπες μέρες την κρύβουν κάτω από τα παπλώματα ή τα μαξιλάρια τους μην τυχόν και την σπαταλήσουν. Ποιά νάναι άραγε η χώρα προέλευσης τους, Φιλιππίνες, Σριλάνκα, ή μήπως Νεπάλ, στις Φιλιππίνες δεν έχω πάει, στις άλλες δύο χώρες ταξίδεψα πριν μερικά χρόνια, που σημαίνει πως έχω νιώσει στο δέρμα μου την ομορφιά του τόπου τους και αυτή είναι μια διαπίστωση τόσο στενάχωρη που με ρίχνει κατευθείαν σε ένα μετεωρισμό παρόμοιο με τον δικό τους. Τώρα είναι και οι τρεις σιωπηλές, καθισμένες στο πρώτο σκαλί με τα πόδια τεντωμένα και το κεφάλι στραμμένο στον ουρανό, μακάρι να μπορούσα να διαβάσω τις σκέψεις τους, διαισθάνομαι πως μια τέτοια ικανότητα, έστω και με όλη της την αδιακρισία, θα με καθιστούσε πιο χρήσιμη. Μέχρι τί ώρα άραγε είναι το ρεπό τους, θα επιστρέψουν με το λεωφορείο ή με τα πόδια στο σπίτι και εκεί ποιός θα τις περιμένει, μια οικογένεια με παιδιά και πολλά τετραγωνικά ή μια ηλικιωμένη με λερωμένες πάνες και την τηλεόραση στη διαπασών; Και όταν μετά το ξεσκάτισμα των παιδιών ή των γέρων αποσυρθούν στο δωμάτιο τους θα ρίξουνε άραγε μια ματιά στις σημερινές φωτογραφίες για να διαλέξουν ποιές θα στείλουν στην μάνα τους, στο σύζυγο ή στα παιδιά τους ή θα προτιμήσουν να λούσουν πρώτα τα μακριά μαύρα τους μαλλιά με λάδι καρύδας και να τα χτενίζουν με την ίδια απαλότητα που τους τα χτένιζε κάποτε η μάνα τους; Όπως και νάχει τώρα απομακρύνονται κατευθυνόμενες προς την μεριά της Λήδρας και γω περπατώ στην αντίθετη κατεύνθυνση προς το σπίτι μου, με ένα βάρος στο στήθος. Φταίει μάλλον η σκέψη πως γι’αυτές τις τρεις μικρές γυναίκες ο Τζόν Ουίλλιαμς δεν θα έγραφε ποτέ εκείνο που διάβασα στο βιβλίο του τις προάλλες. Πως… “όταν είσαι τόσο νέος η ζωή είναι μια τέλεια διαδοχή χρυσών στιγμών”…