“Αυτή η νύχτα μένει” στο ραδιόφωνο, αυτοκινητόδρομος, αργά το βράδυ, επιστρέφω από Λεμεσό. Στο βάθος η θάλασσα σκοτεινή, αραιά και που φωτίζεται από τα φωταγωγημένα καράβια, το ίδιο και ο δρόμος, κι’αυτός σκοτεινός, πότε-πότε του ρίχνουν ακτίνες φωτός τα billboards με τις διαφημίσεις για το πιο ωραίο αμάξι και το σπίτι των ονείρων μας. Δυναμώνω την ένταση την ώρα που η φωνή της Παπίου ενώνεται με το σκοτάδι “γνέφει η καρδιά, πάρε μυρωδιά, το λάδι εδώ πως καίγεται και ζήσε το ταξίδι” λέει και τραγουδώ μαζί της έστω και παράφωνα.
Νωρίτερα το απόγευμα συνάντησα μια φίλη, καιρό λέγαμε να βρεθούμε, δεν τα καταφέραμε, τώρα προφανώς ήταν η ώρα να συμβεί, τίποτα τυχαίο ή όπως λέει η Ζατέλη “δεν υπάρχει αθωότητα στο τυχαίο”, μ’αρέσει αυτή η φράση, με ανακουφίζει. Καθίσαμε σε ένα εστιατόριο στην παλιά πόλη που το λένε “Ουσία” γραμμένο με λατινικούς χαρακτήρες, η φίλη το διάλεξε, παραγγείλαμε σαλάτες με κινόα και αεριούχο νερό με λεμόνι και μπόλικα παγάκια και λέγαμε τα νέα μας, όχι τα τετριμμένα αλλά εκείνα που μεσολάβησαν, δηλαδή που συνέβηκαν για να μας μετατοπίσουν, προς τα πού δεν ξέρω, είναι ένα “δεν ξέρω” αλλιώτικο, ίσως γιατί εμπεριέχει μια ιδιαίτερη γνώση, είπε η φίλη, το είδος της γνώσης που εμπεριέχει ένα τραύμα, πρόσθεσα. Σε λίγο θα πηγαίναμε σε μια τέτοια συζήτηση, με συγγραφείς που θα μιλούσανε για την ιστορία του τραύματος και το τραύμα της ιστορίας, ατομικό και συλλογικό, ανείπωτο και μισοειπωμένο, το μετουσιώνει άραγε η λογοτεχνία, συμβάλει στην επούλωση του ή έστω στη κατανόηση του, αυτές πάνω-κάτω ήτανε οι ερωτήσεις που θα οριοθετούσαν την κουβέντα. Θα έχει ενδιαφέρον συμφωνήσαμε με την φίλη και παραγγείλαμε καφέ, είχαμε ακόμα χρόνο, συνεχίσαμε να μιλάμε για τις τραυματισμένες μας υπάρξεις και τις έυφλεκτες λέξεις και για το πόνο που η Ζατέλλη λέει πως “ανακινεί τα σώψυχα φέρνωντας σε πιο κοντά σε μια ουσία”.
Μιλήσαμε και για άλλα, όπως κάποιες μισοβέβαιες επιθυμίες που θέλουν ένα χεράκι συνενοχής για να φανερωθούν, ή όπως το λέει ο Καμύ “σήμερα κάνω μια στάση και η καρδιά μου φεύγει για να σμίξει με τον εαυτό της” κάπως έτσι. Και ύστερα στη διαδρομή προς το Παλιό Ξυδάδικο λέγαμε για την πόλη και για το πως την έχουνε αλλάξει οι γυάλινοι πύργοι που ενοχλούν καθημερινά τα σύννεφα και τον ήλιο και τα καημένα τα πουλιά που κάποιες φορές κτυπάνε πάνω στα τζάμια τους και τραυματίζονται θανάσιμα. Μια μέρα θα ξυπνήσουμε και θα βρέχει νεκρά πουλιά σκέφτηκα, δεν μοιράστηκα όμως την σκέψη μου παρότι με ταλαιπωρεί συχνά-πυκνά το τελευταίο καιρό, συγκεκριμένα από την μέρα που διάβασα την είδηση πως κάπου σε ένα απομονωμένο μέρος της Αυστραλίας έβρεξε ψάρια, από τότε σφηνώθηκε σαν τραύμα στο μυαλό μου η εικόνα τους, πέφτανε τα ψάρια από τον ουρανό στο έδαφος και στις στέγες και σπαρταρούσανε και τα μικρά παιδιά έτρεχαν να τα βάλουνε σε βάζα γεμάτα νερό για να τα σώσουν. Εμείς άραγε θα τρέξουμε να σώσουμε τα τραυματισμένα μας πουλιά ή θα τα πετάξουμε στα σκουπίδια;
Η αίθουσα ήταν γεμάτη, καθίσαμε στην τρίτη σειρά ακριβώς απέναντι από τους ομιλητές, καθυστέρησε να αρχίσει η συζήτηση, ενοχλούσαν οι άγριες φωνές κάποιων πιτσιρικάδων που κάθονταν στην απέναντι καφετέρια, ο υπεύθυνος της εκδήλωσης τους παρακάλεσε να ησυχάσουν, μιλούσανε σαν αγροίκοι, με τρομάξε που μιλούσανε σαν αγροίκοι, αυτοί σίγουρα δεν θα θελήσουνε να σώσουν τα πουλιά, αυτό ένιωσα και τρόμαξα. ”Το τραύμα ταξιδεύει στο χρόνο, περνάει από γενιά σε γενιά”, είπε σε κάποια στιγμή η πρώτη συγγραφέας, “η ζωή ολόκληρη έχει την υφή τραύματος, όσο προχωρά όλο και κάτι χάνουμε”, είπε ο δεύτερος, “ίσως η λογοτεχνική καταγραφή του τραύματος να συμβάλλει στη συγχώρεση”, είπε ο τρίτος συγγραφέας προς το τέλος και αυτό το σημείωσα στο σημειωματάριο μου με ένα θαυμαστικό. Το τραύμα επουλώνεται με την συγχώρεση, έγραψα, πως αλλιώς, καληνύχτισα την φίλη και βγήκα στον αυτοκινητόδρομο. Η φωνή της Παπίου έψαχνε πέλαγο να ζήσει, “σε ψυχή ψαριού, κορμί γιατίσιο” και γω μόλις αντίκρυσα το σκοτάδι της θάλασσας θυμήθηκα τα λόγια της Αλεξίεβιτς: “Μόνο η αγάπη μπορεί να μας σώσει. Κι’ομως, όταν μιλάμε για αγάπη κανείς δεν ακούει…”