ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Η αναστάτωση των χελιδονιών

Χειρόγραφο, με την Ελένη Ξένου

Της Ελένης Ξένου

Της Ελένης Ξένου

twitter

Eίναι απόγευμα, είμαι απλωμένη στο καναπέ, διαβάζω την “Αναποδιά στην άκρη του Γαλαξία” του Έτγκαρ Κέρετ και ακούω την μαγιάτικη καταιγίδα που χτυπά την άσφαλτο. Τα χελιδόνια έξω στην αυλή πηγαινοέρχονται κάτω από το σκέπαστρο και τιτιβίζουν αναστατωμένα, υποθέτω πως διαμαρτύρονται που μια ακατανόητη βροχή βάλθηκε να τους ακυρώσει το ταξίδι, αμέσως μετά όμως παραδέχομαι πως δεν έχω ιδέα γιατί τιτιβίζουν “αναστατωμένα”, μακάρι να είχα. Πότε σταματήσαμε να διαισθανόμαστε την γλώσσα των πουλιών και της βροχής και των ποταμών και των δέντρων χάνοντας έτσι ολότελα- όπως γράφει η Τοκαρτσούκ- την αίσθηση του ανήκειν σε ένα αινιγματικό πνευματικό χώρο; Ποιό ήταν εκείνο το κομβικό σημείο; Θυμάμαι τον πατέρα μου να μιλάει για το δικό του πατέρα και να λέει πως ήξερε να αναγνωρίζει τα πουλιά από το τραγούδι τους, ήξερε επίσης πως όταν τα πουλιά πετούν χαμηλά έρχεται βροχή, κοιτούσε κάθε βράδυ τον ουρανό για να δει τί καιρό θα κάνει την επομένη και όταν το φεγγάρι ήτανε κρυμμένο πίσω από τα σύννεφα έλεγε πως θάχει δυνατούς αέρηδες. Ο κόσμος τότε προφανώς δεν ήταν κομματιασμένος, σκέφτομαι, τώρα είναι που τον βλέπουμε κομματιαστά, το κάθε τί ξεχωριστά και ξέχωρα από όλα τα υπόλοιπα και ίσως αυτή νάναι τελικά η μεγαλύτερη πλάνη από όλες όσες μας κατατρώνε.

 

Μόνο τέτοιες ιστορίες ήθελε ο πατέρας μου να θυμάται στους τελευταίους του μήνες, μόνο γι’αυτές έκανε τον κόπο να σπάζει την σιωπή του, για το γάτο του το Λελή που τον περίμενε κάθε μερα στο ίδιο σημείο του δρόμου να επιστρέψει από το σχολείο και για το σκύλο τους τον Μαξ που όταν πέθανε ο παππούς μου σταμάτησε να τρώει μέχρι που πέθανε κι’αυτός. Και για κείνο τον σκίουρο χαιρόταν να μιλάει, που τον βρήκε σε ένα πάρκο στην Ουάσιγκτον όταν πήγε κάποτε επαγγελματικό ταξίδι, τριβότανε έλεγε ανάμεσα στα πόδια του λες και τον περίμενε χρόνια να ταξιδέψει μέχρι την άλλη άκρη της γης για να συναντηθούνε, μόνο αυτόν πλησιάσε, τους υπόλοιπους της αποστολής τους φοβότανε, έτσι καυχιότανε ο πατέρας μου κάθε μεσημέρι με όση δύναμη του είχε απομείνει.

Η καταιγίδα εξακολουθεί να χαστουκίζει την άσφαλτο και τα χελιδόνια επιμένουν να γυροφέρνουν ανάστατα τις φωλιές τους. Πόσα χρόνια είναι τώρα που έρχονται δεν θυμάμαι, είναι όμως πολλά, Μάρτη συνήθως, μια δύο φορές έτυχε και Απρίλη, τα περιμένω πάντα πως και πως και ποτέ δεν σκέφτηκα να χαλάσω τις φωλιές τους, το αντίθετο, δανείζομαι κάποτε από το γείτονα την ψηλή σκάλα για να τις ξεσκονίσω. Έμαθα στα χρόνια τις συνήθειες τους, τί ώρα ξυπνάνε το πρωί και τί ώρα κοιμούνται το βράδυ, έμαθα και πως τα πρωινά που με ξυπνάει το τιτίβισμα τους διαφέρουν από τα υπόλοιπα, έχουνε ρυθμό και παύσεις και μια καθησυχαστική αρμονία, τα άλλα συγκριτικά μαζί τους μοιάζουνε ξεκούρδιστα κι’αν θες να παραμείνουν οι μέρες σου πιστές στο προορισμό τους, πρέπει να βρεις τον τρόπο να τα κουρδίσεις, νάχεις δηλαδή ζητούμενο ένα κελαηδητό για το ξύπνημα σου…

Μια από αυτές τις χρονιές, την πιο στενάχωρη θάλεγα, με τον πατέρα μου σε σταθερή πτώση και τον πλανήτη να παίρνει επικίνδυνα τον κατήφορο, ένα χελιδονάκι έπεσε από την φωλιά του προτού προλάβουν να μεγαλώσουν τα φτερά του. Το ανακάλυψα κατά λάθος πίσω από μια γλάστρα, το πήρα απαλά στην χούφτα μου, δεν ήξερα πως να το σώσω, μπήκα στο γκούγκλ μήπως και βρω άκρη. Να πάρεις γιατίσια τροφή έγραφε ένας σε κάποιο από τα σχετικά φόρουμ, γιατίσια τροφή για μικρά γατιά, διευκρίνισε ο άλλος, να την βάλεις σε ένα βαθύ δοχείο με νερό, να την αφήσεις να μουλιάσει και μετά να φτιάξεις μικρούς σβώλους με δαύτη και με ένα τσιμπηδάκι να το ταίζεις κάθε πρωί. Ακολούθησα κατα γράμμα τις οδηγίες, το τάιζα κάθε πρωί με γατίσια τροφή και κάθε βράδυ το έβαζα σε ένα κουτί παπουτσιών σκεπάζοντας το με ένα μακό μου μπλουζάκι για να μην κρυώσει. Σαν ένα ακόμα κακό οιωνό την είχα νιώσει τότε την πτώση του και με έπιασε σχεδόν μανία να το κρατήσω στην ζωή, όμοια με το κείνο το νεανικό πάθος που σε κάνει να πιστεύεις πως μπορείς να αλλάξεις τον κόσμο προς το καλύτερο, τέτοια μανία είχα να το σώσω, αν σωθεί, έλεγα ίσως πάρουν αναβολή και οι υπόλοιπες πτώσεις που με πλησιάζουν απειλητικά. Ήταν εμφανές σε κάθε χειρονομία μου πως βρισκόμουν πια σε κείνη την ηλικία όπου η μόνη υπαρκτή βεβαιότητα είναι αυτή που σε παραπέμπει στην αβεβαιότητα, που σου ψυθυρίζει στ’αυτί πως δεν ξέρεις τί σου ξημερώνει και πως είναι αδύνατο να προβλέψεις τί θα συμβεί μέχρι την επόμενη άνοιξη.

Το χελιδόνι πέθανε τελικά μετά από μερικές μέρες. Το έθαψα κάτω από την βουκαμβίλια και το έκλαψα όπως αρμόζει σε μια απώλεια. Απέκρυψα όμως το θάνατο του από τον πατέρα μου, ο οποίος παρότι χειροτέρευε μέρα με την μέρα συνέχιζε τα μεσημέρια να μιλάει για τον Μαξ και τον Λελή και να καυχιέται για την σχέση του με τον “αμερικάνο” σκίουρο που τον περίμενε στην άλλη άκρη του γαλαξία…

 

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
Κύπρος  | 
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Της Ελένης Ξένου

Χειρόγραφα: Τελευταία Ενημέρωση

O Καμύ είχε πει ότι «δεν έχουμε το χρόνο να είμαστε αυθεντικοί, έχουμε μόνο το χρόνο να είμαστε ευτυχισμένοι», το ευτυχισμένος ...
Της Ελένης Ξένου
 |  ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ
X