Φοβάμαι μη γράφω τα ίδια και τα ίδια λέω στο Χ, εκείνος συμμερίζεται την αγωνία μου, από την άλλη όμως αυτά τα ίδια είναι που μου κινούν την περιέργεια, οι ζωές πίσω από τις κλειστές πόρτες και η αγωνία του ανθρώπου να βρει κάπου το χώρο να αναπνεύσει, να γείρει σε ένα μαξιλάρι και να ονειρευτεί, να ξυπνήσει το πρωί και προτού τον καταβάλει η έγνοια να νιώσει την αύρα του ήλιου στο μάγουλο, αυτά με ενδιαφέρουν και παίρνω τους δρόμους, εδώ στην γειτονιά μου είναι που μ’ αρέσει να περπατώ, παλιά πόλη, κοντά στο Παγκύπριο, στα στενά σοκάκια με τις γλάστρες με τα γεράνια και τις κεντημένες κουρτίνες στα παράθυρα. Εδώ μεγάλωσε η μάνα μου, εδώ και η γιαγιά μου, το σπίτι τους ήτανε στην Αποστόλου Βαρνάβα, ακόμα εκεί είναι, τώρα μένει ο θείος μου μαζί με το σκυλί του. Τότε οι πόρτες ήτανε όλες ανοιχτές, κάθονταν οι γειτόνισσες η μια πλάι στην άλλη και στο βάθος φανερώνονταν οι εσωτερικές αυλάδες και οι οικογενειακές φωτογραφίες πάνω στα μπαούλα και τα κρεμασμένα εικονίσματα των Αγίων στους τοίχους, μέχρι και οι κατσαρόλες που σιγοβράζανε στις κουζίνες, τώρα οι ζωές είναι αμπαροκλειδωμένες, κλείσαμε πόρτες και παράθυρα και καρδιές και ανοίξαμε πέρασμα στο φόβο και μόνο από κεί κρυφοκοιτάζουμε τους εαυτούς μας, χαμένοι στους λαβύρινθους των φόβων μας δύσκολα βρίσκουμε, όπως γράφει η Ερνό, μια φράση που όταν την επαναλαμβάνουμε να μας βοηθάει να ζήσουμε.
Αυτά σκέφτομαι καθώς κάνω την βόλτα μου στην γειτονιά, ξεκινώ από την Ηρακλέους και κατευθύνομαι συνήθως στον Άγιο Κασσιανό, από κει κατηφορίζω στην Ερμού και μετά από την Πενταδακτύλου στην Αποστόλου Βαρνάβα και πάλι πίσω. Κοιτάζω πότε δεξιά και πότε αριστερά σαν ερασιτέχνης ντεντέκτιβ μήπως και πετύχω κάποιο κουρτινάκι που δεν έκλεισε μέχρι το τέρμα και μπορέσω έτσι να ρίξω μια φευγαλέα ματιά στο εσωτερικό, να εντοπίσω το ίχνος της ζωής που κρύβεται εκεί μέσα, μια χειρονομία που να γλιστράει έξω από την φυσαλίδα, όπως ένα ρυτιδιασμένο χέρι που ποτίζει το φυτό, ένα πόδι που τρίβεται στο τρίχωμα μιας γάτας, μια χαρτοπετσέτα που σκουπίζει το νερό στα χείλη, ένα μανταλάκι που στερεώνει το πλυμένο ρούχο στο σχοινί, οτιδήποτε που σπάζει το αδιαπέραστο και με απαλλάσσει από την “πολιτισμένη” αδιαφορία για το διπλανό μας.
Τα πρωινά είναι συνήθως πιο ανοιχτόκαρδα, αποζητούν το φρέσκο αέρα και οι κουρτίνες παραμερίζουν για να περάσει, μου είναι πιο εύκολο το κρυφοκοίταγμα, βλέπω ένα ξένο που ξαπλώνει πάνω σε ένα μονό κρεβάτι με αθλητικές φόρμες και τρύπιες κάλτσες, το κρεβάτι είναι στο σαλόνι, ίσως δεν υπάρχει άλλο δωμάτιο, μαζί και ο καναπές, τρύπιος κι αυτός, ο ξένος μιλά στο κινητό του, μια γυναικεία φωνή ανταποκρίνεται, ποιος ξέρει τι λένε. Στο παραδίπλα σπίτι η κουρτίνα είναι διάφανη, πίσω της μια γιαγιούλα σφηνωμένη πάνω σε μια πολυθρόνα, το πι ακριβώς μπροστά της, μαλλιά λευκά σαν βαμβάκι, βλέμμα κενό, καρφωμένο σε μια τηλεόραση, δίπλα της σε μια ξύλινη καρέκλα η ασιάτισσα που την φροντίζει, δεν μιλάνε μεταξύ τους, είναι λες και η ζωή συμβαίνει ερήμην τους.
Στο επόμενο στενό μια αφρικανή χτενίζεται στο μέσο ένος μικρού δωματίου με αφημένα στο πάτωμα χρωματιστά ρούχα και κολλητά είναι ένα παλιό ξεχασμένο καφενείο όπου μέσα κάθεται μόνος του ένας ηλικιωμένος με την πλάτη του να ακουμπά πάνω σε ξεθωριασμένες κάρτες που απεικονίζουν την Παναγία, κολλημένες η μια πάνω στην άλλη με σελοτέιπ. Αυτά συμβαίνουν τα πρωινά, τα απογεύματα η παρακολούθηση δυσκολεύει, τα παραθυρόφυλλα κλείνουν, είναι σχεδόν αδύνατο να βρει το βλέμμα μου χαραμάδα να παρεισφρήσει μέσα, ακούω μόνο τους ήχους που γλιστράνε κάτω από τις πόρτες, κάποτε μαζί τους δραπετεύουν και μυρωδιές τηγανιτών κρεμμυδιών ή σκόρδου ή ινδικών μπαχαρικών, σμίγουν με φωνές παιδιών ή καβγάδες μεγάλων ή συρτά φωνήεντα από παράξενες αλφάβητες, μόνο το γέλιο και το κλάμα παραμένει γλώσσα κοινή σε αυτά τα στενά και δύσκολα ξεχωρίζεις πια το ένα από το άλλο.
Είναι φορές που τυχαίνει μια πόρτα να ανοίξει απότομα, ένας άντρας που ψάχνει τον ντελιβερά που έχει χαθεί, σκυλιά γαβγίζουν στο άκουσμα της μοτοσυκλέτας, μια γυναίκα με ρόμπα με κοιτάει από το μισάνοιχτο βάθος καχύποπτα, ρωτάει τον άντρα αν έχει ψιλά, ύστερα η πόρτα κλείνει απότομα, ο ντελιβεράς φεύγει και η νύχτα έρχεται οριστικά. Όταν επιστρέφω σπίτι, ο Χ έχει ήδη ανάψει την σόμπα πετρελαίου, πώς ήταν η βόλτα με ρωτάει με την προσδοκία να του αφηγηθώ κάτι απρόοπτο, όπως κάθε φορά, του απαντώ, άνθρωποι πίσω από κλειστές πόρτες περιμένουν από κάπου τον εαυτό τους να φανεί.