Οδηγώ με το ραδιόφωνο κλειστό, “σήμερα θέλω να δραπετεύσω από τις είδησεις”, είπα στο Χ πριν φύγω, “να το σκάσω χωρίς να το πάρει καμμία τους μυρωδιά, να με ψάχνει η μεταδοτική επιδερμικότητα τους και νάμαι άφαντη”. Φτάνω στην θάλασσα και βουτώ άρον-άρον μέσα στο κρυό της νερό, της κάνω έκκληση να με ξεπλύνει, απλώνω ανάσκελα στην επιφάνεια της για ώρα, χέρια, πόδια και μάτια ορθάνοιχτα, αναπνέω και η αναπνοή μου ακούγεται σαν πανάρχαια βουή, τα μάτια μου γεμίζουν από ουρανό και τίποτα άλλο. Γεωμετρούμαι και ηρεμώ. Δεν είναι φυγή από την πραγματικότητα, κάποτε νόμιζα πως ήταν, έκανα λάθος, απλά ψάχνεις εναγωνίως δρόμους να επιστρέψεις σ’αυτό που, όπως γράφει ο Ελύτης, “προυπάρχει μέσα σου και που αν ανταποκρίνεται η πραγματικότητα ολίγον ενδιαφέρει”. Κάπως έτσι.
Τώρα φτύνω σάλιο πάνω στην μάσκα και την καθαρίζω, εισπνέω μπόλικο αέρα, κλείνω την μύτη, φτάνω μέχρι το βυθό, ένα σωρό φυσαλίδες ακολουθούν την τροχιά μου, το χέρι μου αγγίζει την άμμο, την κλείνω στη χούφτα μου σαν τάμα. Μια μικρή αγέλη μαύρων ψαριών περνά από δίπλα μου, ενθουσιάζομαι, πιο κάτω μια μικρή χελώνα ετοιμάζεται να αναδυθεί στην επιφάνεια, την εντοπίζω και χαίρομαι ακόμα περισσότερο. Αν της αγγίξω το καβούκι με την άκρη των δακτύλων μου θα φοβηθεί ή θα με συμπαθήσει, διερωτώμαι, δεν θέλω όμως να την ανασταστώσω, μου είναι αρκετό που κολυμπάμε η μια τόσο κοντά στην άλλη.
Τέτοια θέλω να σου διηγούμαι τα μεσημέρια, λέω στο Χ, γι’αυτά θέλω να μιλάμε περισσότερο και λιγότερο για τ’αλλα, τα εξωπραγματικά, χίλιες φορές για την χελώνα που είδα σήμερα και για το πως κολυμπούσε και για το κεφάλι της που φαινότανε τόσο μικρό και για το καβούκι της που ήταν τόσο όμορφο σαν αψεγάδιαστο χαρακτικό, γι’αυτά θέλω να μιλάω, ειδικά τα μεσημέρια που η Λίνα λέει πως “κάποια γεύση έχει χαθεί και ο άνθρωπος το ξέρει…”
Το απόγευμα φοράω πάνω από το μαγιό μια μακριά πουκαμίσα και παίρνω το σκυλί μου περίπατο στο πεζόδρομο, διαλέγω τον λιγότερο τουριστικό, φυσάει ζεστός αέρας, η θάλασσα έχει άλλη διάθεση από την πρωινή, τώρα είναι αναστατωμένη, βγάζει ένα ήχο σχεδόν τρομακτικό, λες και εκδικητικά σπάζει τα κύμματα της βίαια πάνω στους βράχους. Κάθομαι σε ένα παγκάκι, ο αλμυρός θυμός της μου ραντίζει τα μάγουλα, το σκυλί μου ξαποσταίνει δίπλα στις πατούσες μου πάνω στο ξύλινο κατάστρωμα, είναι γέρικο, δεν ακούει τα κύματα και δεν αντέχει τις μεγάλες διαδρομές.
Αραιά και που διάφοροι περαστικοί περνάνε από μπροστά μας, τουρίστες οι περισσότεροι, το ξανθό γένος όπως τους αποκαλεί ο Βακαλόπουλος, φρεσκολουσμένοι και μυρωδάτοι, κάποιοι τροχάδην κι’αλλοι με παιδικά καρότσια, είναι εμφανές στα ηλιοκαμμένα τους πρόσωπα το σχήμα της παύσης, της φυγής, της ανάπαυλας όπως και να το ονοματίσω έχει μικρή διάρκεια, σαν εξαίρεση σε ακατανόητο κανόνα. Στο βάθος τα μεγάλα ξενοδοχεία του παραλιακού, υποθέτω πως από κεί έρχονται, είναι το ένα δίπλα στο άλλο, τα μπαλκόνια τους φτύνουν ασχήμια και υγρασία, πιο πίσω ένα σωρό κακόγουστες τεράστιες επαύλεις παριστάνουν την “πρόοδο” και μπροστά στο μικρό ορμίσκο δεμένα πάνω σε στρογγυλές μπάλες ακριβά κότερα κουνιούνται πέρα δώθε ζαλισμένα. Ο ήλιος έχει μόλις πέσει, το πέσιμο του είναι κάπως ξεθωριασμένο, η θάλασσα δεν λέει να ησυχάσει, τα παραλιακά καφενεία με τους δηθεν κυριλέ καναπέδες χάσκουν αμήχανα και τα κουνούπια εφορμούν ρουφώντας όποιο αίμα βρουν μπροστά τους. “Λημοσμονούμε ότι χωρίς υλικά αγαθά ο χώρος ο ανθρώπινος ήτανε τόσο αδειανός που το θαάμα χωρούσε πιο εύκολα” γράφει ο Ελύτης, θυμάμαι τον στίχο του και ύστερα σκέφτομαι την χελώνα, διερωτούμαι τί άραγε να κάνει κάτω από την αναστατωμένη θάλασσα, στίχος και σκέψη έχουν μέσα τους κάτι το ιαματικό. Επιστρέφω σπίτι σχεδόν βράδυ, βάζω το κινητό στη σίγανση και απλώνω στην αιώρα κάτω από το ανθισμένο φραντζιπάνι. Μην ανησυχείς, λέω στο Χ, ακόμα κι’αν πάρουν είδηση οι ειδήσεις ότι επέστρεψα είμαι σίγουρη πως δεν θα με αναγνωρίσουν…