ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Για ένα τάμα

Χειρόγραφο, με την Ελένη Ξένου

Της Ελένης Ξένου

Της Ελένης Ξένου

twitter

Ο πάτερ κάθεται με τα μάτια κλειστά σε μια καρέκλα στην είσοδο του μοναστηριού. Κάνει αφόρητη ζέστη, τίποτα δεν κουνιέται παρά μόνο η θάλασσα που κι’ αυτή είναι σήμερα χωρίς την παραμικρή διάθεση να φτιάξει κύμα. Η Π. παίρνει ένα κερί και ύστερα ακόμα ένα, τα ανάβει και στέλνει την ευχή της στον ουρανό, γι’ αυτό άλλωστε είμαστε εδώ, για ένα τάμα στον Άγιο, περάσαμε τα οδοφράγματα και ήρθαμε στην άκρη του τόπου μας, της το είχα, καιρό τώρα, υποσχεθεί. Η Π. είναι αδελφή μου, δέκα χρόνια μεγαλύτερη, θυμάται καθαρά τις εκδρομές που μας έφερνε η γιαγιά μικρές στον Απόστολο Αντρέα, για ένα τάμα γίνονταν και κείνες, ένα τάμα και αμέτρητες προσευχές. Στη διαδρομή δεν μιλάμε πολύ, περισσότερο κοιτάζουμε, το βλέμμα θέλει να συγκρατήσει όσες περισσότερες εικόνες γίνεται για να τις επεξεργαστούν μετά καρδιά και μυαλό βάζοντας σε ενέργεια- όπως γράφει ο Κορτάσαρ, “αυτή την συγκριτική και μελαγχολική μνήμη που λειτουργεί μπροστά σε μια χαμένη πραγματικότητα”. Η αδελφή μου έχει χρόνια να κάνει αυτή την διαδρομή, όλα της φαίνονται παραμορφωμένα, οι πολυκατοικίες που χτίστηκαν στο Νέο Τρίκωμο, κολλητά η μια στην άλλη, τέρατα που καταβροχθίσουν κάθε φυσική ομορφιά, τις βλέπει και σκιάζεται, γυρνάει το κεφάλι αλλού, θέλει να τραβήξει το βλέμμα της και να το ξεκολλήσει από αυτό που είναι αφόρητα αμετάκλητο. Περνάμε το Μπογάζι, τη Κώμα του Γιαλού, το Λεονάρισσο, την Γιαλούσα, τα ονόματα τους στις ταμπέλες είναι ακατανόητα, υποθέτω ποιό χωριό είναι ποιό, ό,τι θυμάμαι από τις αφηγήσεις της Άννας τότε που πήγα στις ξεναγήσεις της.

Φτάνουμε στο Ριζοκάρπασο, στάση στο καφενείο, ελάχιστος ο κόσμος, η ζέστη δεν αντέχεται και απέναντι η εκκλησία του Αγίου Συνέσιου, έργο τέχνης αφημένο σε απέραντη σιωπή, αλλιώτική από την κανονική, σιωπή που τεντώνεται στο χρόνο. Πίνουμε γρήγορα τον καφέ και ξανά στο δρόμο, η αδελφή μου βγάζει από την παγωνιέρα σάντουίτς και φρούτα, ανέκαθεν με φρόντιζε, της αρέσει να φροντίζει, να οδηγείς αργά μου λέει, μην χτυπήσουμε κανένα γαιδούρι. Ο δρόμος είναι στενός, γεμάτος λακκούβες, δεξιά και αριστερά θάλασσα, κοπάδια στριμωγμένα κάτω από χαρουπιές για λίγο ίσκιο, μεγάλες μπάλες σταριών που λαμπυρίζουν και πουλιά με μαυρόασπρα φτερά που διασχίζουν τον αέρα, φύση καθηλωτική, τραχιά και τρυφερή ταυτόχρονα, την αισθάνεσαι κάτω από το δέρμα σου, κομμάτι από το αίμα σου. Το πρώτο γαϊδουράκι εμφανίζεται μετά την στροφή, πίσω του άλλα δύο, έρχονται αργά προς το μέρος μας, αδυνατισμένα και διψασμένα και κυρίως αποφασισμένα να απαιτήσουν τροφή και σημασία, τους το χρωστάμε άλλωστε και το ξέρουν.

Σταματώ το αμάξι, η Π. βγάζει από ένα τάπερ μπισκότα, ανοίγουμε τα παράθυρα, εκείνα χώνουν το κεφάλι τους μέσα, χαιδεύω το ένα στο μέτωπο, τα ταίζουμε και τους υποσχόμαστε πως στην επιστροφή θα φέρουμε χαρούπια που τους αρέσουν περισσότερο, κάνουν στην άκρη και μας αφήνουν να προχωρήσουμε. Στο μοναστήρι δεν είναι κανείς άλλος πέρα από τους μικροπωλητές, έχει πάει μεσημέρι, ούτε ένα αφράτο σύννεφο στον ουρανό, ο ήλιος χτυπάει αλύπητα το χώμα, καίγονται οι γυμνές πατούσες, ο πάτερ Ζαχαρίας αποκαμωμένος μισοκοιμάται. Ανάβουμε τα κεριά και μπαίνουμε στην εκκλησία, καθόμαστε για λίγο στους σκάμνους, η κάθε μια στις σκέψεις της, οι έγνοιες δεν γίνονται λιγότερες, ας είναι τουλάχιστον ευλογημένες. Κατεβαίνουμε τα σκαλιά προς το αγίασμα, “το θαυματουργό νερό του ταπεινού ψαρά” όπως γράφει η Άννα, η αδελφή μου γεμίζει ένα μικρό μπουκαλάκι και νίβει το πρόσωπο της, εγώ βάζω το κεφάλι μου ολόκληρο κάτω από την βρύση και αφήνω τις σταγόνες να τρέξουνε μέχρι τα πόδια μου. Η θάλασσα και ο ουρανός με παρακολουθούν, το ίδιο και οι μπλε πόρτες του μοναστηριού αλλά και κάτι μπλεχτές ματόπετρες που κρέμονται πιο πέρα ακίνητες σε ένα από τους πάγκους. Εδώ δεν απέμεινε χώρος για επινόηση, η αλήθεια είναι όπως τον ήλιο του καύσωνα, διάχυτη παντού και αμείλικτη. Η αδελφή μου αγοράζει μπόλικα χαρούπια για τα γαιδούρια, τα βάζουμε στο πίσω κάθισμα πλάι στο τάμα και ξεκινάμε για την επιστροφή. Σε όλη την διαδρομή του γυρισμού δεν εμφανίζεται σύννεφο στον ουρανό, είναι όλα μαζεμένα μέσα μας και ετοιμάζουν, υποψιάζομαι, πολλή βροχή, κάτι σαν ανάποδο κλάμα…

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Της Ελένης Ξένου

Χειρόγραφα: Τελευταία Ενημέρωση

O Καμύ είχε πει ότι «δεν έχουμε το χρόνο να είμαστε αυθεντικοί, έχουμε μόνο το χρόνο να είμαστε ευτυχισμένοι», το ευτυχισμένος ...
Της Ελένης Ξένου
 |  ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ
Προορισμός σήμερα η Μεσαιωνική Αμμόχωστος, δεν έχω πάει ποτέ, νάσαι «τουρίστας» στον ίδιο σου τον τόπο είναι κάτι σαν ...
Της Ελένης Ξένου
 |  ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ
X