Κόσμος πηγαινοέρχεται στην Ερμού, η μέρα ζεστή και τα δέντρα στολισμένα με μπόλικα λαμπιόνια. Γιορτινό το πρωινό με τις έγνοιες νάχουν αποκοιμηθεί, καιρός ήταν, για να ανακουφιστεί έστω και εφήμερα η καρδιά, κάτι είναι κι’αυτό, ίσως περισσότερο από κάτι. Παιδάκια περπατάνε στην μέση του δρόμου ανάλαφρα, κρατάνε μπαλόνια και μεγάλα γλειφιτζούρια, θέλω να τα χαϊδέψω ένα-ένα στο κεφάλι με απολογητική αμηχανία, θα μας συγχωρέσουν ποτέ, σκέφτομαι, από την άλλη εμείς καταφέραμε άραγε να συγχωρέσουμε τους προηγούμενους, δύσκολες αυτές οι σκέψεις που διαπερνούν το μυαλό μου και τις διώχνω άρον-άρον όπως τις μύγες. Τα σκυλιά κουνάνε την ουρά τους στον κάθε άγνωστο που περνάει από δίπλα τους, τα γατιά ράθυμα στα πεζοδρόμιο κοιτάζουν αδιάφορα την ξαφνική κίνηση που εισέβαλλε στην γειτονιά τους και οικογένειες αραχτές σε μικρά καφέ παραγγέλνουνε σπιτικές πορτοκαλόπιττες λες και ο κόσμος ήρθε επιτέλους στα σύγκαλα του.
Διασχίζω το δρόμο με βήμα αργό, θέλω το βλέμμα μου να αρπάξει και την πιο αδιόρατη χειρονομία αυτής της πρόσκαιρης αμεριμνησίας που αναδύει την μυρωδιά αθωότητας προ πολλού εξαντλημένης. Μπροστά περπατάει η μάνα μου, κάνει πότε-πότε στάση για χαζέψει διάφορα μικροαντικείμενα στα μαγαζιά και πότε για να κάνει σχόλιο πόσο άλλαξε η περιοχή και πόσο ομόρφυναν κάποια καντούνια. Με τί τα συγκρίνει αποφεύγω να ρωτήσω, υποψιάζομαι πως ανασύρει εικόνες από τα νιάτα της, εδώ τα έζησε άλλωστε τα νιάτια της, στα ίδια αυτά στενά, πολύ πιθανόν λοιπόν να κάνει αυτή τη σύγκριση, μάταιος κόπος ωστόσο, τίποτα δεν θυμίζει τίποτα, μόνο ό,τι συγκρατεί η μνήμη και ό,τι ξεθάβει το τραύμα, το όποιο τραύμα. Από την άλλη μπορεί και να μην σκέφτεται τίποτα, να θέλει κι’αυτή να αφεθεί στην απόλυτη κυριαρχία της παρούσας στιγμής, μηδέν σκέψη για το πριν, μηδέν για το μετά, μόνο το τώρα ενός δρόμου γιορτινού σαν παραμύθι. Την παρατηρώ για μια στιγμή ανάμεσα στον κόσμο που πηγαινοέρχεται λες και πρόκειται για μια γυναίκα ξέχωρη από μένα, ριγμένη σ’αυτό το δρόμο από μια ξέχωρη ζωή, ποτέ δεν την ρώτησα, συνειδητοποιώ, γι’αυτή την δική της ζωή, ούτε και για τα ξέχωρα της όνειρα, πόσο μάλλον για τους εφιάλτες, και ίσως τελικά όλες αυτές οι ερωτήσεις που δεν έγιναν να αποτελούν μια μορφή ιστορικής αδικίας την οποία η μια γενιά κληροδοτεί στην επόμενη σαν μάθημα επιβίωσης.
Ξανά οι ενοχλητικές μύγες στο μυαλό μου, κουνώ το κεφάλι μου πάνω-κάτω να συνέλθει και προτείνω στην μάνα μου να καθίσουμε σε ένα από τα καφενεδάκια για λεμονάδα, διαλέγει ένα μικρό προς το τέρμα της Ερμού, εδώ ακούγεται πιο έντονα η μουσική, λέει, παίζει ζωντανά μια προς το παρών αόρατη μπάντα που την εντοπίζει εκείνη πρώτη λίγα λεπτά μετά σε ένα μικρό κάθετο στενό, είναι κάτι μαύροι μουσικοί εδώ φωνάζει και ο ενθουσιασμός της είναι πολύ πιο αυθεντικός από την όποια πολιτική ορθότητα. Επισπεύδει το βήμα της με την αγωνία μικρού παιδιού που μόλις είδε νεράιδα, για την μάνα μου μια μπάντα μαύρων μουσικών κάπου στην Ερμού είναι μια εικόνα αδιανόητη, όχι με την ειδησεογραφική ερμηνεία ή την πολιτική παρερμηνεία αλλά με την καθαρά ανθρώπινη, όπως μια καρτ ποστάλ κάποιου εξωτικού νησιού που βρίσκεται στην άλλη άκρη της γης, δεν έχει ταξιδέψει ποτέ της τόσο μακριά, η άλλη άκρη της γης φαντάζει στο μυαλό της τόσο απόμακρη όσο και τα ίδια της τα νιάτα. Τώρα θέλει, λέει, να της βγάλω μια φωτογραφία μαζί με τους μουσικούς, εκείνοι συνεχίζουν να τραγουδάνε χριστουγεννιάτικα κουνώντας γοφούς και ώμους και πόδια ρυθμικά, παίρνει θέση δίπλα στην τραγουδίστρια, εδώ είναι καλά, με ρωτάει, μια χαρά της γνέφω και βιάζομαι να καδράρω το εύθραυστο της στιγμής γιατί από όπου και να το δει κανείς αυτό το πρωινό είναι από κείνα που σε κάνουν να θέλεις να σκεφτείς την ψυχή του αλλουνού.
Υγ. Καλά Χριστούγεννα σε όλους