“Κάποτε τα πράγματα συνέβαιναν χωρίς να τα πολυσκέφτομαι, δεν είχα παρά να σπρώξω με τον ώμο μου οποιαδήποτε κόγχη του αέρα”. Και τώρα; Τώρα κάθομαι στον μπαλκόνι μου και κλείνω τα μάτια στον ήλιο, οι αχτίδες μου χαιδεύουν τα βλέφαρα με τα περίεργα τους δάχτυλα, το μυαλό μου θέλει να σβήσει τις σκέψεις του μα αδυνατεί, και είναι κι’αυτή η φράση του Κορτάσαρ που έχει σφηνώσει από ώρα στο κεφάλι μου, πως κάποτε δεν είχα παρά να σπρώξω με τον ώμο μου οποιαδήποτε κόγχη του αέρα- πόσο ωραία το γράφει- τώρα δεν είναι έτσι, τώρα ο αέρας με διαπερνά και με κάνει να αισθάνομαι πιο ευάλωτη παρά ποτέ, εκτεθειμένη στο πέρασμα του.
Η γειτόνισσα απλώνει την μπουγάδα της, με βλέπει καθώς τινάζει τα βρεγμένα σεντόνια, με τέτοια θερμοκρασία θα υποδεχτούμε το νέο χρόνο στην θάλασσα φωνάζει και γελάει, γνέφω πως συμφωνώ και για κάποιο μυστήριο λόγο μυρίζομαι ήδη κύμα, θα αλλάξουμε χρονιά μέσα στο καλοκαίρι όπως σε χώρες μακρινές, επιμένει εκείνη, και η δική μας χώρα κάπως έτσι έχει γίνει, σκέφτομαι, μακρινή και απόμακρη και αποξενωμένη από τον εαυτό της. Το βλέμμα μου πέφτει στο τροχό που φαίνεται στο βάθος, τα φώτα του είναι σβηστά, το βράδυ είναι που φωταγωγείται και φωταγωγεί την πόλη, τώρα είναι λες και κάποια τρικυμία τον ξέβρασε από λάθος μέσα στα τείχη, τίποτα παραμυθένιο, θυμάμαι την περσινή μέρα που ανέβηκα σε ένα από τα βαγόνια του, πορτοκαλί ήταν το χρώμα αν δεν κάνω λάθος, σαν βαρκούλα έμοιαζε, πως αλλάζουνε σχήμα τα πράγματα όταν τα δεις αλλιώς, λίγο να αλλάξεις οπτική γωνία και το βαγόνι γίνεται βαρκούλα που μυρίζει κύμα.
Η γειτόνισσα κάθεται τώρα έξω στην αυλή της και μιλά στο τηλέφωνο, συνεχίζει να την απασχολεί το θέμα της θερμοκρασίας και οι μετερεωλογικές προβλέψεις, την ταλαιπωρεί προφανώς αυτό το παράταιρο σκηνικό, είμαστε σαν καρουσέλ, διερωτώμαι, που γυρνάμε στα ίδια και στα ίδια κι’αν πράγματι αυτό συμβαίνει ίσως θα ήταν χρήσιμο να προηγηθεί μια μετατόπιση, να αλλάξουμε κάπως θέση και θέαση, να απλώσει το σώμα και το βλέμμα, να τεντωθούν οι αισθήσεις, να αποκτήσει ο νους ευελιξία στις απότομες αλλαγές της θερμοκρασίας.
Προς το παρόν ανοίγω τα μάτια μου και τραβώ ράθυμα το βλέμμα μέχρι τον ουρανό, είναι ωραία να νιώθεις την στιγμή και τούτη εδώ είναι γεμάτη σπουδαία σύννεφα, τα φέρνει κοντά μου ένα ανεπαίσθητο αεράκι, από κείνα που δεν έχουνε κόγχη, ούτε και εξογκώματα, η ηρεμία τους με γαληνεύει, σημειώνω την λέξη γαλήνη ίσον αταραξία, νηνεμία, πραότητα, αυτή είναι η ευχή που θέλω φέτος να διαδώσω, να βρει την γαλήνη της η ψυχή, υποτιμημένη η έννοια, χρειάζεται μια ολόκληρη διαδρομή, κυκλική μάλλον, ίσαμε το μέγεθος του τροχού, για να ανακαλύψει κανείς πως μέσα της είναι που φωλιάζει ολάκερο το αίνιγμα του σύμπαντος και της ύπαρξης μας. Ναι αυτό θα ευχηθώ, γαλήνη μέσα μας και για νάμαι ειλικρινής περνάει από το μυαλό μου η υποψία πως ίσως επίτηδες είναι που δεν αλλάζει ο καιρός, πως ίσως σκόπιμα δεν γίνεται ακόμα χειμώνας, μήπως και μέσα στην κρούστα του ήλιου, την καθαρότητα του ουρανού και την απουσία συννέφων που προμηνύουν καταιγίδες, ηρεμήσουν οι τρικυμίες μας και καταφέρει έτσι ο νέος χρόνος να φθάσει κοντά μας απαλλαγμένος από την αυταπάτη της κατανόησης μας.
Καλή χρονιά ακούω τώρα την γειτόνισσα να φωνάζει, πόση ώρα έχει περάσει δεν έχω ιδέα, βλέπω πως μαζεύει την μπουγάδα της και απορώ, στο πι και φι στεγνώσανε τα ρούχα, λέει λες και μάντεψε την απορία μου, καλή χρονιά της ανταπαντώ και ταυτόχρονα με την άκρη του ματιού μου βλέπω πως ένα αφρώδης συννεφάκι που περνάει ακριβώς από πάνω μας, μας ακούει και σκάει στα γέλια.