Του Σταύρου Χριστοδούλου
Κάποιος, ας τον ονομάσουμε «Ο κύριος Έτσι», ξυπνάει το πρωί, πίνει τον καφέ του, διορθώνει τη γραβάτα του κι έπειτα μπαίνει στο αμάξι του για να πάει στην υπηρεσία. Στο υπουργείο η μέρα κυλά αργά, αλλά δεν τον νοιάζει. Ύστερα από τόσα χρόνια έχει συνηθίσει πια. Διεκπεραιώνει τη δουλειά του με συνέπεια, δίχως όμως να πιέζεται. Και αύριο μέρα είναι, σκέφτεται ο κύριος Έτσι. Στο πρόγραμμά του άλλωστε είναι και η παράσταση που πρέπει να δει για να κρίνει. «Γιατί;» τόλμησε να ρωτήσει ένας σειράς από τον στρατό που συνάντησε τυχαία. «Έτσι», του απάντησε. «Με ποια κριτήρια;» επέμενε ο άλλος, πιο υποψιασμένος μάλλον από ό,τι θα υπολόγιζε κανείς. «Έτσι», επανέλαβε ο κύριος Έτσι. Και μετά τον ξέχασε. Τον σειρά και τις ενοχλητικές του ερωτήσεις. Μπήκε στην αίθουσα και κάθισε κάπου ήσυχα. Δεν ήθελε πολλά-πολλά με τους καλλιτέχνες. Περίεργη φάρα, σκέφτηκε ο κύριος Έτσι, κρατώντας όμως τη σκέψη για τον εαυτό του. Παρακολούθησε το έργο σιωπηλός. Ανέκφραστος. Κανείς δεν μπορούσε να διακρίνει στο πρόσωπό του καμία απόχρωση συναισθήματος. Όταν έπεσε η αυλαία γλίστρησε έξω από την αίθουσα κι έφυγε το ίδιο ήσυχα όπως ήρθε. Δεν ήταν εκείνη η ώρα εξάλλου για σχολιασμό ή συμπεράσματα. Την επόμενη ημέρα στο γραφείο, με καθαρό μυαλό, θα αποφάσιζε. Νηφάλιος θα εξέδιδε την ετυμηγορία του. Αν πρέπει να τη δουν τα παιδιά; «Ναι». Γιατί να μην την δουν δηλαδή; «Έτσι». Και ποιος το λέει αυτό; «Εγώ». Εσείς; «Εγώ». Ποιος είστε εσείς; «Ο κύριος Έτσι».
Αυτή, η μάλλον δυστοπική ιστορία, θα μπορούσε να ήταν τοποθετημένη τη δεκαετία του 1960. Τότε, στα άγουρα χρόνια της Δημοκρατίας, όταν οικοδομούσαμε το κράτος της Ανεξαρτησίας μπουσουλώντας. Δεν ήξεραν. Ακόμα μάθαιναν. Στους τοίχους των δημοσίων κτιρίων όπου δούλευαν ήταν αναρτημένες οι φωτογραφίες του Μακαρίου. Δίπλα ο Χριστός ή η Παναγία. Με αυτών τη φώτιση έκοβαν και έραβαν οι κύριοι Έτσι της εποχής. Λογοκρισία, ναι, αλλά πού είναι το κακό; Τότε ο κόσμος ήταν δομημένος αλλιώς. Μαύρο και άσπρο, πουθενά δεν υπήρχε μια χαραμάδα αμφιβολίας. Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια. Δεν έχει σημασία ότι εμείς είχαμε δημοκρατικό πολίτευμα, σε αντίθεση με την χουντοκρατούμενη Ελλάδα. Οι απολυτότητες ήταν ίδιες και απαράλλαχτες. Σε αυτό το κλίμα γεννήθηκε και έδρασε ο κύριος Έτσι. Πράττοντας όπως του έκοβε. Γιατί; Έτσι! Όχι γιατί δεν ίσχυαν από τότε κανόνες και δεν υπήρχε ένα σκεπτικό για να στηρίξει την άποψή του. Αλλά επειδή από τη φύση τους αυτού του είδους οι αποφάσεις εμπεριέχουν ένα υποκειμενισμό ο οποίος αποδεικνύεται ανίκητος.
Από τότε πέρασαν έξι δεκαετίες και βάλε. Ο κύριος Έτσι συνταξιοδοτήθηκε και τη θέση του πήρε ένας νεότερος κύριος Έτσι. Με αντίστοιχα στωική διάθεση για τα γρανάζια που κινούν τη δημόσια υπηρεσία. Με την ίδια ευσυνειδησία είμαι βέβαιος. Με άλλη γραβάτα φυσικά – ενδεχομένως και χωρίς γραβάτα. Αλλά με ακριβώς ίδια μυαλά. Τετράγωνη λογική: αυτό και αυτό ίσον αυτό. Είναι κατάλληλη η παράσταση για να τη δουν τα παιδιά; «Όχι». Γιατί; «Έτσι». Ποιος το αποφάσισε; Η μονομελής επιτροπή του υπουργείου Παιδείας. Ένας λειτουργός, μία ψήφος, κι ας κουρεύεστε.
Αυτό έγινε και με την παράσταση «Το τέρας έρχεται». Ένας λειτουργός είδε την παράσταση στις πρόβες και αποφάσισε εν τη σοφία του να την κόψει. Για την ιστορία να αναφέρουμε ότι στο έργο ένας 13χρονος βλέπει τον ίδιο εφιάλτη: ένα τέρας με τη μορφή δέντρου, του αφηγείται δυσάρεστες ιστορίες. Για τον καρκίνο της μάνας του, για το bullying, για την αποξένωση κ.ά. Θέματα προφανώς που ο κύριος Έτσι έκρινε ότι ήταν ακατάλληλα για μαθητές της Μέσης Εκπαίδευσης. Το γεγονός ότι αυτή η απόφαση εντέλει αναθεωρήθηκε, την κάνει ακόμα πιο γκροτέσκ. Και μας θυμίζει πόσο αναχρονιστικός θεσμός είναι εν έτει 2023 η αξιολόγηση θεατρικών παραστάσεων από το υπουργείο Παιδείας. Να κάτι που θα μπορούσε να κάνει άμεσα η Αθηνά Μιχαηλίδου: το ξήλωμα του κυρίου Έτσι. Ας ξεκινήσουμε, κυρία υπουργέ, από τα αυτονόητα και ας έρθουν μετά οι ρηξικέλευθες μεταρρυθμίσεις.