Του Σταύρου Χριστοδούλου
Αρχές της δεκαετίας του ’60, όταν κτίστηκε το πατρικό μου, η Δασούπολη ήταν μια αραιοκατοικημένη περιοχή στις παρυφές της Λευκωσίας. Δασούπολη βεβαίως κατ’ όνομα, αφού το μόνο που παρέπεμπε σε δάσος ήταν το αλσύλλιο με τους ευκαλύπτους. Αλλά έτσι ήταν τότε, όλα λίγο ως πολύ μεγεθύνονταν στη μικρή μας πόλη. Οι άνθρωποι ζούσαν απλά καθώς σιγά σιγά γέμιζαν τα προάστια με νεόδμητες μονοκατοικίες. Έτσι φτιάχτηκαν οι γειτονιές, χειροποίητα, με τα σπίτια να μην είναι μονάχα αριθμοί αλλά να έχουν ονόματα. Του Χαμπή και της Μαρίας, του Τάκη και της Κατίνας, της κυρίας Αφρούλας απέναντι... Δίπλα μας έμενε ο Ανδρέας και η Σοφία, ένα άκληρο ζευγάρι, που έφυγε από τη ζωή το ίδιο ήσυχα όπως έζησε. Όποτε πάω στη μάνα μου και βλέπω την αυλή τους ρημαγμένη θυμάμαι τους πικρούς στίχους της Νικολακοπούλου: «Τα σπίτια φυτρώνουν και αυτά σαν τα λουλούδια. Μαραίνονται και αυτά με τα χρόνια, σαν τα λουλούδια». Η φθορά του χρόνου είναι αναπόδραστη. Ακόμα και για τις μνήμες που αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της παιδικής μας ηλικίας.
Τα τελευταία χρόνια το γειτονικό σπίτι δεν γέρασε μονάχα, ασχήμυνε κιόλας. Όπως ασχημαίνει τον άνθρωπο η εγκατάλειψη. Ζαρώνει το δέρμα – γκρεμίζονται οι σοβάδες. Δεν βαστάνε τα πόδια – κατατρώει η σκουριά τα σίδερα. Ρώτησα τη μάνα μου ποιοι μένουν εκεί. Δεν ξέρω μου είπε, αλλάζουν διαρκώς. Ξένοι, όχι ένας και δυο, που συνωστίζονται σε κείνα τα τετραγωνικά για λίγο κι έπειτα φεύγουν για να έρθουν άλλοι. Ξένοι που πληρώνουν ενοίκιο με το κεφάλι, όπως γίνεται πλέον σε πολλές γερασμένες μονοκατοικίες της πόλης. Ξένοι που ζουν ανάμεσά μας, αλλά δεν μαθαίνει ποτέ κανείς το όνομά τους.
Πολλοί απ’ αυτούς οδηγούν μηχανάκια φορώντας γαλάζιες στολές. Τα βλέμματά μας συνήθως διασταυρώνονται φευγαλέα, όταν παραδίδουν τα πακέτα με το φαγητό. Ένα γρήγορο ευχαριστώ, καμιά φορά και με σκυμμένο το κεφάλι. Έξω μπορεί να κάνει κρύο ή ζέστη. Μπορεί να βρέχει ή να είναι μια όμορφη καλοκαιρινή νύχτα. Κανένα δεν κόφτει όμως γιατί οι ζωές τους κυλούν παράλληλα με τις δικές μας. Καμιά φορά όταν φεύγω από τη παλιά μου γειτονιά στη Δασούπολη σκέφτομαι πόσο αλλάξαμε και εμείς και η πόλη. Λέω για το κουκούτσι, όχι τον φλοιό που αφυδατώνεται από τον χρόνο. Λέω για το βαθιά μέσα μας, τον καχύποπτο εαυτό μας που δυσφορεί για τις βεράντες τους που θυμίζουν παλιατζίδικα, για τα απλωμένα ρούχα τους στα κάγκελα, για τη μιζέρια τους που εκτίθεται σε κοινή θέα.
Είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς τους ανθρώπους δίχως όνομα. Γιατί αυτό προϋποθέτει να φανταστούμε το πριν. Στις δικές τους γειτονιές, εκεί όπου το κάθε σπίτι, το κάθε παράπηγμα έστω, αντιστοιχούσε σε μια ζωή με ονοματεπώνυμο. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την επίσκεψή μου στην παραγκούπολη της Κιμπίρα. Ανάμεσα στην εξαθλίωση, όπου συμβιώνουν οι άνθρωποι και τα ποντίκια, ανάμεσα στις παράγκες και τα βοθρολύματα, κάθε σπιθαμή γης ήταν σημαδεμένη από ανθρώπινα αποτυπώματα. Αντέχεται άραγε τόση δυστυχία; Όχι πάντα, αυτή είναι η αλήθεια. Αυτός είναι κι ο λόγος που ξεκινούν τα καραβάνια από την Ασία και γεμίζουν οι βάρκες στη Μεσόγειο. Άνθρωποι με μια ζωή πίσω τους που παρά τη δυσβάσταχτη φτώχια της είχε όνομα. Οι ίδιοι άνθρωποι, που κυκλοφορούν γύρω μας λες και είναι αόρατοι.
Υ.Γ. Οι διανομείς της Wolt, φοιτητές τρίτων χωρών και αιτητές πολιτικού ασύλου οι περισσότεροι, με τη θαρραλέα απεργία τους μας ανάγκασαν να σηκώσουμε τα μάτια και να τους αντικρύσουμε. Για να μάθουμε πως η κάθε διανομή αμείβεται με 2,26 ευρώ αλλά το 41% το παίρνουν οι μεσάζοντες. Έτσι από το 8ωρο της ημέρας απομένουν μονάχα 300-400 ευρώ για να ζήσει ένας άνθρωπος, ο οποίος πρέπει όχι μόνο να πληρώσει νοίκι και φαγητό αλλά να συντηρεί και το μηχανάκι του για τις διανομές. Η απεργία λύθηκε την περασμένη Τετάρτη, αναγκάζοντας την εργοδοτική πλευρά να προσέλθει σε διάλογο και να απευθυνθεί στους ανθρώπους αυτούς με το όνομά τους.