Του Παναγιώτη Καπαρή
Αξιωματούχος από την Ελλάδα, ο οποίος επισκέφθηκε πριν από μερικούς μήνες επισήμως την Κύπρο, ενώ βρισκόταν στη λιμουζίνα, έξω από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, διερωτήθηκε προς στιγμή, ποιο είναι αυτό το εργοστάσιο. Προς μεγάλη του έκπληξη, έμαθε από τον συνοδό του, ότι είναι το Κοινοβούλιο, στο οποίο θα πραγματοποιούσε συνάντηση με την πρόεδρο του Σώματος. Φεύγοντας από τη Βουλή, επεσήμανε με χιούμορ στον συνοδό του, ότι στο «εργοστάσιο», συνάντησε μια εξαιρετική, ξεχωριστή γυναίκα και πολιτικό, την Αννίτα Δημητρίου. Το «εργοστάσιο» τις τελευταίες βδομάδες άλλαξε και άρχισε να θυμίζει λίγο από κτήριο –όχι μέγαρο– των αντιπροσώπων του λαού, του ναού της Δημοκρατίας. Τοποθετήθηκαν παρτέρια με λουλούδια και θάμνους, κατά μήκος του περιτειχίσματος, ενώ στην είσοδο της Βουλής, τοποθετήθηκαν δύο μεγάλες γλάστρες με ελιές.
Η μεγαλύτερη, όμως, αλλαγή έγινε στο «άχαρο» αίθριο της Βουλής, όπου τοποθετήθηκαν τρία τεράστια παρτέρια με μεγάλες ελιές και κυπριακά αρωματικά φυτά. Το εκπληκτικό είναι ότι τα τρία αυτά παρτέρια άλλαξαν και το μικροκλίμα του χώρου, το οποίο μέχρι πρόσφατα ήταν ένα τεράστιο καυτό θερμοκήπιο. Προς το παρόν μπορεί κάποιος πολύ άνετα να καθίσει, αναμένοντας την έναρξη των συνεδριάσεων ή απλώς να συνομιλήσει με βουλευτές. Ουσιαστικά ο «φούρνος» είναι πλέον εκτός και όχι πλέον εντός του Κοινοβουλίου. Με δύο μικρές και ανέξοδες ουσιαστικά κινήσεις, από τις δύο γυναίκες επικεφαλής της Βουλής των Αντιπροσώπων, της πρόεδρου του Σώματος Αννίτας Δημητρίου και της γενικής διευθύντριας Τασούλας Ιερωνυμίδου, άλλαξαν τόσα πολλά στο Κοινοβούλιο. Το «άρωμα γυναίκας» είναι πλέον πολύ εμφανές, στο ένα χρόνο θητείας των δύο κυριών στο Κοινοβούλιο. Όπως έγραψε και ο Οδυσσέας Ελύτης «Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος, να ν’ ήμερος να ’ναι άκακος, λίγο φαΐ λίγο κρασί, Χριστούγεννα κι Ανάσταση…».
Σε ένα άλλο επίπεδο στο Συνεδριακό Κέντρο, στον χώρο όπου λειτουργούσε προσωρινά η Βουλή, λόγω της πανδημίας, εργαζόταν ως καθαρίστρια, μια αρκετά μεγάλη στην ηλικία, γυναίκα από τις Φιλιππίνες. Η κυρία αυτή ήταν πάντα χαμογελαστή και πάντα χαιρετούσε όσους τύγχανε να βρεθούν απέναντί της. Το καλύτερο όμως, ήταν τα μεσημέρια, όταν έφευγαν οι βουλευτές και οι υψηλόβαθμοι τεχνοκράτες και ξεκινούσε το καθάρισμα και το σφουγγάρισμα του χώρου. Η καλοφωνάρισσα γυναίκα άρχιζε να τραγουδά, ακόμη και στα ελληνικά. Διασκέδαζε με την ψυχή της, διασκεδάζοντας και τους ελάχιστους υπαλλήλους της Βουλής, αλλά και κάποιους δημοσιογράφους, οι οποίοι συνέχιζαν την εργασία τους. Ήταν μια πραγματική όαση, μετά τον «πόλεμο» των αντεγκλήσεων στις κοινοβουλευτικές επιτροπές και των δηλώσεων και των αντιδηλώσεων, οι οποίες ακολουθούσαν μπροστά στις κάμερες.
Παραδίπλα στον ίδιο χώρο και παλιά «καραβάνα», χαμηλόβαθμος υπάλληλος του κοινοβουλίου, άνθρωπος ο οποίος είδε και έμαθε πολλά, δίπλα σε εκατοντάδες βουλευτές και άλλους αξιωματούχους. Έλεγε μειδιώντας ότι: «πολλοί από αυτούς, όσο βρίσκονται στην «καρέκλα» ή μάλλον στον «θρόνο» τους, νομίζουν ότι είναι «άτρωτα θηρία», νομίζουν ότι θα αλλάξουν τον κόσμο και νομίζουν ότι είναι αναντικατάστατοι. Αλλά όταν χάσουν το αξίωμα, καταντούν μοναξιασμένα ανθρωπάκια και εκλιπαρούν για λίγη κουβέντα και κάποτε για λίγη παρηγοριά. Και είναι να τους λυπάσαι». Και συνέχιζε ο απλός άνθρωπος: «Πολλοί έχασαν τα νιάτα τους, έχασαν τη χαρά της οικογένειάς τους, έχασαν ολόκληρες περιουσίες τους, για να λένε ότι είναι βουλευτές και αντιπρόσωποι του λαού. Από την άλλη, ελάχιστοι, ευτυχώς, μάζεψαν τόσο πολύ πλούτο, νομίζοντας ότι θα αγοράσουν ακόμη και τον χάροντα». Ο φιλοσοφημένος και πολύ κτυπημένος από τη ζωή άνθρωπος, άρχισε να λέει ιστορίες από σύγχρονους «Μίδες» οι οποίοι χρύσωσαν τα παιδιά τους και έχασαν και την ψυχή τους και τα σπλάχνα τους. Και μονολογώντας έλεγε: «Τα άδικα ουκ ευλογούνται και όλα εδώ πληρώνονται».
Η Βουλή των Αντιπροσώπων είναι μια μικρογραφία της κυπριακής κοινωνίας. Στο Κοινοβούλιο, βρίσκονται συμπυκνωμένα και τα καλά και τα κακά αυτού του τόπου. Τα όμορφα και τα άσχημα, τα γλυκά και τα πικρά, τα μεγάλα και τα μικρά, ο παράδεισος και η κόλαση, αυτής της πολιτείας. Οι αντιπρόσωποι του λαού αποτελούν πολλές φορές την ελπίδα και το «καταφύγιο» για τον αδύναμο άνθρωπο, αλλά και κάποτε καθίστανται η κατάρα για στην πορεία αυτού του τόπου. Ο Νιόνιος, ο Διονύσης Σαββόπουλος τραγουδούσε: «Τι να φταίει η Βουλή, τι να φταιν οι εκπρόσωποι, έρημοι και απρόσωποι βρε, αν πονάει η κεφαλή, φταίει η απρόσωπη αγάπη που ’χε βρει…». Και η Γαλάτεια Καζαντζάκη στο «Αμαρτωλό» έγραψε: Μ’ από την κόλασή μου σου φωνάζω: Εικόνα σου είμαι, κοινωνία, και σού μοιάζω…». Και όπως τραγουδούσε και ο Γιάννης Καλατζής: «Και η ζωή συνεχίζεται…».