ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Ζηλεύοντας τα νιάτα της έγχρωμης νεανίδας

Του Παναγιώτη Καπαρή

Του Παναγιώτη Καπαρή

Εύσωμος κύριος, χωμένος μέσα στην ατέλειωτη πανάκριβη λιμουζίνα του, κρατούσε επιδεικτικά το χοντρό πούρο του και έριχνε τάχα κλεφτές ματιές στη στάση των λεωφορείων, σε προάστιο της Λευκωσίας. Έγχρωμη νεανίδα, εργαζόμενη σε καφετέρια, «παπί» από το ψιλόβροχο, ανέμενε για πολύ ώρα το λεωφορείο της γραμμής, κάτω από ένα δέντρο, ενώ το σούρουπο βασίλευε και το φως της ημέρας σιγά-σιγά χανόταν. Το κορίτσι έριξε και αυτό μια κλεφτή ματιά στον μεγάλο κύριο και γύρισε πίσω στις σκέψεις της. Απέναντι στην καφετέρια, οι θαμώνες κάτω από τις θερμάστρες, απολάμβαναν τον καφέ τους παρακολουθώντας τη σκηνή. «Ρε, να φωνάξουμε το κορίτσι να περιμένει εδώ, μέχρι να έλθει το λεωφορείο» λέει ο ένας. «Και αν χάσει το λεωφορείο, τι θα κάνουμε» απαντά ο άλλος. «Κάτσε καλά, αύριο μπορεί να μας κατηγορήσουν και για παρενόχληση», σημείωσε χαζολογώντας ο άλλος. Και όλα σταμάτησαν εκεί. Το κορίτσι, τυλιγμένο στο μπουφάν του, ανέμενε υπομονετικά το λεωφορείο, το οποίο όλο και αργούσε. Σε κάποια στιγμή το λεωφορείο ήρθε, το κορίτσι μπήκε μέσα και το «παραμύθι» τέλειωσε.

Η κουβέντα των «αδκιασερών» συνεχίστηκε με δόσεις μεγάλης ειλικρίνειας. «Ρε, να είχα τα νιάτα της κοπελιάς και δεχόμουν και εγώ να τρώω τα νερά» ανέφερε χαμογελώντας ο συνταξιούχος της παρέας. «Το κορίτσι αύριο αν αρρωστήσει, άραγε ποιος θα την πάρει στον γιατρό» σχολίασε ο πονόψυχος. «Η κοπελιά είναι ωραία, θα έχει κατακτήσεις και όλο και κάποιος θα γνοιάζεται για αυτή» ήταν η παρατήρηση του νεαρούλη της παρέας. Στην κουβέντα μπήκε και μεσήλικας, ο οποίος γύρισε αλλού τον «κουνουσμά». Άρχισε την γκρίνια λέγοντας ότι: «για όλα φταίει το σύστημα διοίκησης, το οποίο εδώ και τόσα χρόνια άφησε τη Λευκωσία χωρίς στάσεις λεωφορείων και χωρίς ένα αξιόπιστο σύστημα ψηφιακής παρακολούθησης της πορείας των λεωφορείων». Έχεις δίκιο παρενέβη ο νεότερος, ο οποίος μίλησε για τις εμπειρίες του στη Θεσσαλονίκη. «Βλέπαμε στο κινητό τηλέφωνο πού βρισκόταν το λεωφορείο και ενημερωνόμασταν σε πόση ώρα θα φθάσει στη στάση. Μισό λεπτό πριν από την άφιξη του λεωφορείου, τρέχαμε από το σπίτι ή την καφετέρια στη στάση και παίρναμε το λεωφορείο. Αλλά εκεί υπήρχαν και στάσεις και κάθε λίγα λεπτά περνούσαν λεωφορεία». Η κουβέντα εδώ σταμάτησε και οι σκέψεις όλων στράφηκαν στην έγχρωμη κοπελιά, η οποία στάθηκε η αιτία για κουτσομπολιό.  

«Παιδιά ενός κατώτερου Θεού» οι καλοί μετανάστες, υπηρετούν τους Κύπριους αφεντάδες, υπό τον φόβο της απέλασης. Αν πας στα νεκροταφεία θα δεις έγχρωμους να σκάβουν και να καθαρίζουν τους τάφους. Αν κοιτάξεις τα σκυβαλοφόρα οχήματα, και πάλι αλλοδαπούς θα δεις. Αν πας σε οίκους ευγηρίας, γηροκομεία δηλαδή, και πάλι αλλοδαπές κυρίες εξυπηρετούν τους παππούδες. Αν γυρίζεις το βλέμμα στους δρόμους, θα δεις και πάλι λαχανιασμένους αλλοδαπούς να μεταφέρουν καφέδες και τρόφιμα, είτε με ποδήλατα, είτε με μοτοσυκλέτες. Από την άλλη υπάρχουν και τα «παιδιά των διαβόλων» οι κακοί μετανάστες οι οποίοι εμπλέκονται σε ένα σωρό εγκλήματα, σε ναρκωτικά, σε δολοφονίες και σε πολλές άλλες παρανομίες. Είναι άνθρωποι κατά κανόνα, χωρίς θρησκεία, χωρίς ηθικούς κανόνες και το χειρότερο, άνθρωποι με αμαυρωμένη συνείδηση. Αλλά και πάλι τι φταίνε και αυτοί οι έρμοι, αφού έτυχε να γεννηθούν μέσα στην πείνα και την ανέχεια, μέσα στο έγκλημα και τον θάνατο.

Οι θαμώνες του καφενέ συνέχισαν την κουβέντα, αυτή τη φορά με περισσότερη φιλοσοφική διάθεση. «Γύρισα τον κόσμο όλο και δεν κατάφερα να βρω άνθρωπο χωρίς προβλήματα και χωρίς σταυρό», έλεγε ο κοσμογυρισμένος. «Εγώ τρέχω από το πρωί μέχρι το βράδυ, δουλεύω ατέλειωτες ώρες και το μόνο το οποίο καταφέρνω είναι να ξεχνώ για λίγο τον πόνο μου» έλεγε ο επιτυχημένος της παρέας. «Ευτυχώς που υπάρχουν και οι ζιβανίες για να κοιμούμαι τα βράδια» έλεγε ο μπατίρης. «Μόνη μου παρηγοριά η προσευχή και η Εκκλησία, για να αντέχω τα βάσανα» έλεγε ο θεοσεβούμενος. Και ο τραγουδιστής της παρέας έριξε στο τραπέζι τον Στελάρα, τον Καζαντζίδη. Σιγοτραγούδησε το «Υπάρχω» και τότε όλα πήγαν πρίμα, αφού η ψυχή των κοπελιών, πήγε σε άλλη διάσταση. «Υπάρχω / Στη χαρά σου και στη λύπη…». Ο πιο ψαγμένος της παρέας έριξε το όνομα της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου και τότε ήρθε μια αλλιώτικη λύτρωση: «Δυο πόρτες έχει η ζωή / Άνοιξα μια και μπήκα / Σεργιάνισα ένα πρωινό / Κι ώσπου να ’ρθει το δειλινό / Από την άλλη βγήκα. / Όλα είναι ένα ψέμα / Μια ανάσα μια πνοή. / Σαν λουλούδι κάποιο χέρι. / Θα μας κόψει μιαν αυγή…».

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Παναγιώτη Καπαρή

Παναγιώτης Καπαρής: Τελευταία Ενημέρωση