Του Παναγιώτη Καπαρή
Χριστός Ανέστη και ουδείς εν τοις μνήμασι… Χριστός Ανέστη και ο θάνατος τεθανάτωται και ημείς εζωοποιήθημεν… Χριστός Ανέστη και ουδείς εν τοις μνήμασι, ούτε ο Κυπριανός, ούτε η Αναστασία, ούτε τα άλλα παιδιά τα οποία σφαγιάστηκαν στα Τέμπη, ούτε όλα τα κεκοιμημένα αδέλφια μας, ούτε κανένας άλλος άνθρωπος, από κτίσεως κόσμου, μέχρι και σήμερα. Μέσα στη χαρμολύπη της εφήμερης ζωής, το μυαλό και οι θύμισες στρέφονται στη μαρτυρία του πατρός Χριστοδούλου από την Αυγόρου, για το θεϊκό φως, με το οποίο περιλούζεται ο κεκοιμημένος αγαπημένος του υιός. Στρέφονται στις εικόνες από την πορεία για την ταφή του Κυπριανού, η οποία συνοδεύτηκε από μια απρόσμενη βροχούλα, σημάδι θεϊκό για την τοπική παράδοση, από τους αναστάσιμους ψαλμούς, αλλά κυρίως από τον χαρμόσυνο ύμνο του «Χριστός Ανέστη». Μέσα στον απύθμενο πόνο και τη θλίψη, της στιγμής του θανάτου, η χαρά της Αναστάσεως ήρθε να δώσει παρηγοριά και δύναμη στους περιλειπομένους, η οποία αποτυπώθηκε ακόμη και στην οικογενειακή φωτογραφία, μπροστά από το φέρετρο με τον κεκοιμημένο Κυπριανό.
Χριστός Ανέστη και ο χείμαρρος του θεϊκού φωτός πλημμυρίζει τον ουρανό, τη γη και τα καταχθόνια. Ο ανθρώπινος πόνος και φόβος, κονιορτοποιούνται μπροστά στο μυστήριο της Ανάστασης του Χριστού. Η χαμερπής ταπεινότητα της καθημερινής κουτοπονηριάς μεταβάλλεται σε πλησμονή σοφίας, αγάπης και προσφοράς. Η σκληροκαρδία μεταποιείται σε γλυκό και αγαπητικό χαμόγελο. Το μίσος διαλύεται και βασιλεύει η αγάπη. Το σκότος της κόλασης εξαφανίζεται από το φως του παραδείσου. Τα επίγεια ενώνονται με τα επουράνια. Η ασυγκράτητη χαρά της Αναστάσεως βασιλεύει σ’ όλη την πλάση και σ’ όλα τα ανθρώπινα όντα. Ο άνθρωπος οδηγείται από το κατ’ εικόνα στο καθ’ ομοίωσιν, γίνεται κατά χάριν Θεός.
Χριστός Ανέστη και στο προσκήνιο έρχεται ο άγιος παππούλης της Ρωσίας, ο θαυματουργός, ο μέγας άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ, ο οποίος χαιρετούσε τους ανθρώπους με το «Χριστός Ανέστη, Χαρά μου». Ο Άγιος Σεραφείμ δίδασκε και έλεγε: «Η Βασιλεία των Ουρανών είναι ειρήνη και χαρά εν Αγίω Πνεύματι. Σε ικετεύω, χαρά μου, απόκτησε το πνεύμα της ειρήνης. […] Γιατί πρέπει να περάσουμε πολλές θλίψεις, για να μπούμε στη Βασιλεία των Ουρανών. Η βαθιά χαρά του Χριστού δεν θα σε αφήσει ποτέ. Η ειρήνη της ψυχής διατηρείται με την αποφυγή της κατάκρισης και τη σιωπή. Να προσεύχεσθε αδιάκοπα. Να ευχαριστείτε τον Θεό για τα πάντα. Να ’στε πάντα χαρούμενοι...».
Χριστός Ανέστη και οι θεατρινισμοί και οι υποκρισίες, όλων αυτών οι οποίοι τάχα παλεύουν για το καλό μας, για εμάς, αλλά χωρίς εμάς, αποκαλύπτονται και τίθενται στο περιθώριο. Με την Ανάσταση του Χριστού το πλάσμα του Θεού, από άτομο μεταπλάθεται σε πρόσωπο. Από μοναξιασμένη μονάδα, μεταποιείται σε αγαπητική κοινωνία. Η κολασμένη ύπαρξη μεταμορφώνεται σε παραδείσια και φωτοφόρα μορφή. Η έξοδος από το «καβούκι» του εγωισμού, οδηγεί στον αληθινό παράδεισο. Ο Χριστός γίνεται η πορεία, η μέριμνα, η ανάγκη, το νόημα, η ελπίδα, η βεβαιότητα, η παρηγοριά, η γνώση, το θεμέλιο, ο στόχος, ο πόνος, ο έρωτας, η αγάπη και τελικά η υπέρλογη χαρά του ανθρώπου.
Χριστός Ανέστη και το μυαλό στρέφεται στον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο και στον περίφημο κατηχητικό του Λόγο: «Ο μόσχος πολύς, μηδείς εξέλθη πεινών. Πάντες απολαύσατε του συμποσίου της πίστεως. Πάντες απολαύσατε του πλούτου της χρηστότητος. Μηδείς οδυρέσθω πταίσματα, συγγνώμη γάρ εκ του τάφου ανέτειλε. Μηδείς φοβείσθω θάνατον, ηλευθέρωσε γαρ ημάς του Σωτήρος ο θάνατος». Ο θάνατος έχει πεθάνει και σήμερα –τώρα όχι αύριο – μπορούμε να απολαύσουμε την αναστάσιμη χαρά, την ευτυχία που συνεπαίρνει όλο το είναι και γεννά τη χαρά στην ψυχή και το σώμα των ανθρώπων. Τη χαρά που δεν διέρχεται και δεν αναλύεται από το μυαλό, αλλά τη χαρά που ανατρέπει μυστηριακά όλο τον άνθρωπο.
Χριστός Ανέστη στην «εορτή των εορτών, την πανήγυρι των πανηγύρεων», όπου «θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν, Άδου την καθαίρεσιν, άλλης βιωτής της αιωνίου απαρχήν, και σκιρτώντες υμνούμεν τον αίτιον». Νικητές του θανάτου και νικητές στη ζωή, πορεύονται όλοι οι άνθρωποι στην καινή κτίση, στην άνω Ιερουσαλήμ, στην παραδείσια βιωτή, υμνούντες και δοξολογούντες, τον νικητή του Θανάτου, τον δωρεοδότη Αναστάντα Χριστό. Πλήρως ανακαινισμένοι οι άνθρωποι, ολόλαμπροι εν ειρήνη, ανακράζουν το Χριστός Ανέστη και αναβοούν: «Αναστάσεως ημέρα και λαμπρυνθώμεν τη πανηγύρει και αλλήλους περιπτυξώμεθα. Είπωμεν, αδελφοί, και τοις μισούσιν ημάς συγχωρήσωμεν πάντα τη Αναστάσει, και ούτω βοήσωμεν Χριστός ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας, και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος».