Του Παναγιώτη Καπαρή
Τύχη αγαθή και στάσεις ζωής αποτελούν οι τυχαίες συναντήσεις με χαρούμενες κυράδες. Γυναίκες του μόχθου και της προσφοράς, γυναίκες με ρυτιδωμένα πρόσωπα, με ροζιασμένα χέρια, με παλιομοδίτικα ρούχα, αλλά με λαμπερά πρόσωπα, με χαρούμενα χαμόγελα και με ζεστές καρδιές. Ένα βλέμμα τους και μόνο σε συνεπαίρνει και σε καθηλώνει και αυτό δεν αποτελεί ερωτικό οίστρο, αλλά βιωματική υπερκόσμια εμπειρία χαράς. Στη Βάσα Κοιλανίου, στη διάρκεια εκδρομής στη συγκλονιστική σπηλιά του Αγίου Βαρνάβα, ο περίπατος στα πετρόκτιστα σοκάκια έκρυβε εκπλήξεις. Αρκούσε ένα «γεια σας…» για να ανοίξει η ψυχή της χαρούμενης κυράς Ειρήνης και του αδελφού της, του κυρ Μιχάλη. «Κοπιάστε να σας κεράσουμε καφέ, ένα χυμό, ένα γλυκό…». Η πρόκληση δεν ήταν τυπική, αλλά εκπήγαζε από τις ψυχές των καλών ανθρώπων.
Ο πονεμένος κυρ Μιχάλης έχασε τον γιο του από καρκίνο και από τότε αφοσιώθηκε στην προσφορά προς τους καρκινοπαθείς. Ετοιμάζει «θαυματουργούς» χυμούς από βιολογικά σταφύλια και ρόδια, στη βάση συνταγών γιατρών από τον Καναδά και άλλες χώρες, συνταγές τις οποίες έμαθε αγωνιζόμενος να σώσει τον γιο του. Σε καμία περίπτωση οι χυμοί δεν αντικαθιστούν τις θεραπείες των γιατρών, αλλά συμβάλουν στην ενίσχυση του ανοσοποιητικού συστήματος, κυρίως ύστερα από χημειοθεραπείες. Εμφιαλώνει χιλιάδες μπουκάλες με χυμούς, τις τοποθετεί στην κατάψυξη και τις διανέμει δωρεάν, σε όσους καρκινοπαθείς επιθυμούν, σε όλη την Κύπρο. Στο έργο του, συμπαραστάτες είναι εκατοντάδες ανώνυμοι Κύπριοι και ξένοι, κυρίως Ρώσοι, οι οποίοι εθελοντικά εργάζονται την εποχή των σταφυλιών και των ροδιών, δηλαδή καλοκαίρι και φθινόπωρο, στην ετοιμασία των χυμών. Σιωπηλή δύναμη, στο αλτρουιστικό εγχείρημα η κυρά Ειρήνη, η οποία λάμπει από χαρά, χαρά η οποία όμως ελαύνεται από την πίστη της στην Παναγία και τον Χριστό. Σε κάθε κουβέντα της δείχνει με το δάκτυλο ψηλά, υποδεικνύοντας ότι όλα ξεκινούν και τελειώνουν, στην επαφή της με τον Θεό.
Στο νησί του κοσμοκαλόγερου, του Κυρ Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, στη Σκιάθο, ανάλογη ήταν η συνάντηση με τη λεβεντογριά, του νησιού τη χαρούμενη κυρά Λενιώ. Καλή της ώρα, αν ζει, περιφερόταν στα δρομάκια, αναζητούσε άνθρωπο, κρατώντας στο ένα χέρια μια μπουκάλα κρασί και στο άλλο ένα κλειδί. «Έλα ρε παιδάκι μου να μου ανοίξεις αυτό το κρασάκι. Θα φάω το ψαράκι μου και μετά θα πιο ένα ποτηράκι κρασί και θα είμαι μια χαρά». Τα μάτια της έλαμπαν και το πρόσωπό της ακτινοβολούσε φως και χαρά. Έτρεξε αμέσως ο καφετζής της γειτονιάς και ικανοποίησε με μεγάλη χαρά την επιθυμία της. Ο δρόμος έφερε τα βήματά της, στη νεανική τότε παρέα μας και άρχισε να ρωτά για την καταγωγή μας και τις δουλειές μας. Μετά τα τυπικά η κυρά Λενιώ άνοιξε την καρδιά της, αφήνοντας τον πόνο να ξεχειλίσει. «Ήταν δεκαεννιά χρονών, ο γιος μου, πήγαινε με το μηχανάκι, αλλά στη στροφή προς τις Κουκουναριές ήρθε ένα αυτοκίνητο και τον πήρε από κάτω». Τα μάτια βούρκωσαν, η ατμόσφαιρα βάρυνε, αλλά μόνο για λίγο, αφού ένα «Δόξα σοι ο Θεός…» ήταν ικανό να επιστρέψει η λάμψει στο γερασμένο πρόσωπό της. Το χαροποιόν πένθος, η χαρμολύπη και η αλήθεια της ζωής, ήρθαν και έδεσαν με τη ρήση του Σκιαθίτη κοσμοκαλόγερου του Κυρ Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη: «Σαν να ’χαν ποτέ τελειωμό / τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου…».
Στο νησί της Σκιάθου οι εκπλήξεις δεν είχαν τελειωμό. Στην Παναγία την Κουνίστρα, στο ορεινό γραφικό μοναστηράκι, όπου έψαλλε ο Κυρ Αλέξανδρος, τυχαία και πάλι συνάντηση με τη χαρούμενη κυρά Αργυρώ. Η αεικίνητη μεγαλο-κυρά, όλο χάρες και ομορφιές, πηγαινοερχόταν για να ετοιμάσει το τραπέζι για τα κεράσματα των πιστών, μετά την κατανυκτική Θεία Λειτουργία. Καφεδάκι, κουλουράκια, γλυκά και κρύο νεράκι. Η μια κουβέντα έφερε την άλλη και τότε άνοιξαν οι ψυχές. «Εγώ ήθελα να γίνω ηθοποιός και τραγουδίστρια, έλεγε η Αργυρώ αλλά οι θείες μου (κακές υπονοούσε) δεν με άφηναν και με έδερναν... Έχω ωραία φωνή και όταν τραγουδώ όλοι με χειροκροτούν και μου ζητούν να πω και άλλα...». Λίγα λεπτά σιωπής και η κουβέντα πέρασε στις νεανικές περιπέτειες, στα βάσανα των παιδιών και στην υποκρισία της κοινωνίας. Πάλι σιωπή και ξαφνικά το πρόσωπο έλαμψε. «Ελάτε να σας πω ένα τραγούδι». Με την αγγελική φωνή της, ξεκίνησε ένα μακρόσυρτο τραγούδι, αλλά στη μέση «τα πάθια και οι καημοί» έφεραν δάκρυα στα μάτια και ένα αργόσυρτο σιωπηλό κλάμα. Έχει ζωή γυρίσματα και μέσα από τον πόνο, μέσα από την απελπισία γεννιέται η ελπίδα και βασιλεύει η χαρά. Οι λαμπερές κυράδες ακτινοβολούν από την ψυχή τους μυστικό φως χαράς, το οποίο δεν έχει καμία σχέση με το τεχνικό φως των θλιμμένων και ενίοτε απελπισμένων, ψηλόλιγνων μοντέλων.