Του Παναγιώτη Καπαρή
«Το λέει η ψυχή της Αννίτας μας να πάει και να συναντήσει πρόσφυγες στα σύνορα της Πολωνίας με την Ουκρανία. Δεν φοβήθηκε ούτε τις αρρώστιες, ούτε την ταλαιπωρία, ούτε και τον κίνδυνο να κάνει λάθος, κάποια ρωσική βόμβα» έλεγε φιλόσοφος του καφενέ, παρακολουθώντας από την τηλεόραση την πρόεδρο της Βουλής, να χαϊδεύει και να παίζει με τα προσφυγόπουλα. Τα αθώα μωρά, τα φοβισμένα αγγελούδια, στιγματισμένα από τη μοίρα τους, ζητούσαν από την «Κυρία», η οποία τα αγκάλιαζε ζεστά, πληροφορίες για τους γονείς τους. Και τι άραγε μπορείς να πεις, σε ένα μωρό το οποίο έχασε και τους δύο γονείς του, κατά τους βομβαρδισμούς των Ρώσων και τώρα βρίσκεται με τη θεία του, σε φιλόξενο μεν, αλλά και ψυχρό, καταφύγιο προσφύγων της Πολωνίας.
«Τύχη αγαθή» και στην τολμηρή αποστολή της Αννίτας Δημητρίου, της πρώτης Κύπριας αξιωματούχου, η οποία τόλμησε να επισκεφθεί πρόσφυγες της Ουκρανίας στην Πολωνία και τηλεοπτικό συνεργείο του ΡΙΚ, μαζί με τον γράφοντα τούτες τις αράδες. Μαζί με την πρόεδρο της Βουλής, και οκτώ άλλες γυναίκες, πρόεδροι Κοινοβουλίων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και μία εκ των αντιπροέδρων του Ευρωκοινοβουλίου. Το ταξίδι, πέρα από την πολιτική του διάσταση, ήταν ουσιαστικά μια αποστολή αγάπης. Ήταν ένα μυστικό άγγιγμα παρηγοριάς των πονεμένων προσφύγων. Ήταν μια αχτίδα ελπίδας στους απελπισμένους και κατατρεγμένους Ουκρανούς. Ήταν μια νέα αρχή για ουσιαστική στήριξη των ανθρώπων, οι οποίοι βρίσκονται σε μια γειτονική χώρα, χωρίς να ξέρουν τη γλώσσα και με μόνο εφόδιο, μια μικρή βαλίτσα με τα μπογαλάκια τους. Οι ψυχές όλων των συμμετεχόντων στην αποστολή μάτωσαν, τα μάτια βούρκωναν και κάθε λίγο και λιγάκι δάκρυζαν.
Οι πολύπειροι άνθρωποι του καφενέ συγκλονίστηκαν ιδιαιτέρως από τις φοβερές αναφορές της Αννίτας Δημητρίου, ότι ξεκίνησε ένα νέο δράμα στην Πολωνία, με την εκμετάλλευση απελπισμένων γυναικών και απροστάτευτων παιδιών. Οι μνήμες των ανθρώπων του καφενέ στράφηκαν και σε ανομολόγητα κουτσομπολιά, τα οποία ακούγονταν στους προσφυγικούς συνοικισμούς της Κύπρου, μετά την καταστροφή του 1974. Και τότε ακούγονταν ιστορίες φρίκης, με πρωταγωνιστές, τα «κτηνά», ασήμαντους ανθρώπους. Οι καφενόβιοι μίλησαν για τις σακούλες με τα ψυχοφάρμακα, για τις επεμβάσεις καλών γιατρών, αλλά και για την άγνωστη σιωπηλή προσφορά, μέχρι και αυτοθυσίας, πολλών ταπεινών παπάδων, οι οποίοι γλύτωσαν, από τα δόντια του χάρου, χιλιάδες απελπισμένους ανθρώπους. Και φιλοκαλούντες μετ’ ευτελείας και φιλοσοφώντας άνευ μαλακίας, έλεγαν ότι «το μεγαλύτερο δώρο του Θεού στον άνθρωπο είναι ο θάνατος, για να μη γίνει αθάνατο το κακό».
Καθ’ όλη τη διάρκεια της αποστολής, μοιραία οι μνήμες στρέφονταν στην προσφυγιά της Κύπρου, η οποία ήδη μετρά 48 χρόνια πόνου. Τα μέλη της κυπριακής αποστολής είτε βίωσαν οι ίδιοι το δράμα είτε έμαθαν για τα βάσανα των παλαιοτέρων, μέσα από περιγραφές γονιών και παππούδων. Η μόνη διαφορά είναι ότι οι πρόσφυγες της Κύπρου ζούσαν πρώτα κάτω από τα δέντρα και μετά σε αντίσκηνα, ενώ οι πρόσφυγες της Ουκρανίας, ζουν σε τεράστιους αποθηκευτικούς χώρους, αφού το τσουχτερό κρύο σκοτώνει στην ύπαιθρο. Η πρόεδρος της Βουλής, σε κάθε παρέμβασή της, υπενθύμιζε την κυπριακή τραγωδία. Η αποστολή γυναικών Προέδρων Κοινοβουλίων, έφερε στη μνήμη και τις περίφημες πορείες γυναικών, με το σύνθημα: «οι γυναίκες επιστρέφουν», οι οποίες ξεκίνησαν το 1975 με τη Μελίνα Μερκούρη και τερματίστηκαν το 1989 με τα δραματικά γεγονότα στον Άγιο Κασσιανό και τις συλλήψεις κληρικών και γυναικών.
Το θαύμα λειτουργεί ακόμη και μέσα στην απόλυτη απελπισία και εξαθλίωση των προσφύγων. Οι γυναίκες πρόεδροι, με ένα αληθινό χαμόγελο, με μια ζεστή χειραψία, με ένα απλό χάδι, με μια άτυπη νοηματική επικοινωνία, μπόρεσαν να φέρουν, έστω και για λίγο, το χαμόγελο στα πρόσωπα των παιδιών και των γυναικών. Πολλά παιδιά ήταν τόσο πολύ φοβισμένα, που δεν τολμούσαν να κοιτάξουν στα μάτια, τους υψηλούς προσκεκλημένους, οι οποίοι συνοδεύονταν από ισχυρότατες αστυνομικές δυνάμεις και δεκάδες κάμερες και δημοσιογράφους.
Στο προσκήνιο ήρθε η γερόντισσα Γαβριηλία, η οποία επικοινωνούσε και βοηθούσε τους πολυβασανισμένους Ινδούς, με πέντε άλλες γλώσσες, από αυτές τις οποίες έμαθε από παιδί. Η πρώτη ήταν το χαμόγελο, η δεύτερη τα δάκρυα, η τρίτη το άγγιγμα, η τέταρτη η προσευχή και η πέμπτη η αγάπη. Και έλεγε χαρακτηριστικά ότι «με αυτές τις πέντε γλώσσες γυρίζεις όλη την γη και όλος ο κόσμος είναι δικός σου. Όλους τους αγαπάς το ίδιο. Ασχέτως θρησκείας και έθνους. Ασχέτως με όλα». Η κουβέντα του καφενέ κατέληξε με την κυπριακή παροιμία, η οποία επιβεβαιώθηκε χιλιάδες φορές στον τόπο μας. «Ο Θεός ορφανά παιδιά αφήνει, αλλά κακορίζικα ποτέ…».