Κύριο Άρθρο
Στην εποπτική αξιολόγηση του προσεχούς Δεκέμβριου (SREP), οι τράπεζες θα ελεγχθούν από τον Ενιαίο Εποπτικό μηχανισμό για τρεις συγκεκριμένους κινδύνους που αφορούν στην διάρθρωση των επιτοκιακών εσόδων, στα επίπεδα ρευστότητας των περιουσιακών στοιχείων και στις πηγές χρηματοδότησης των δανείων. Ο λόγος που επιλέχθηκε η συγκεκριμένη στόχευση έχει να κάνει με το γεγονός ότι οι τράπεζες αυτή την περίοδο ακόμη βιώνουν τις παρενέργειές του πολέμου στο ουκρανικό μέτωπο, την ακρίβεια και την επακόλουθη ραγδαία και χωρίς προηγούμενο αύξηση των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες.
Οι τραπεζικές αποτυχίες που σημάδεψαν το 2023 έχουν προκαλέσει πεδίο συζήτησης σε μια προσπάθεια οι εποπτικοί έλεγχοι να γίνουν πιο αποτελεσματικοί. Η αποτελεσματικότητα όμως των εποπτικών διαδικασιών θα πρέπει να συνοδευθεί και από βελτίωση των εσωτερικών διαδικασιών των ίδιων των τραπεζών. Η αλλαγή των κανονισμών βάσει των οποίων λειτουργεί το τραπεζικό σύστημα είναι κάτι που δεν εξετάζεται, αναγνωρίζοντας τις ιδιαιτερότητες των περιστατικών που προηγήθηκαν και τη δυσκολία που θα πρόκυπτε αν γινόταν προσπάθεια να γενικευθούν.
Ως γνωστόν οι τραπεζικές καταρρεύσεις είναι αποτέλεσμα αναιμικής ρευστότητας, η οποία μόλις γίνει αντιληπτή από τους καταθέτες ξεκινά ένα ντόμινο αποσύρσεων που νομοτελειακά οδηγεί στην παρέμβαση των αρχών για να αποφευχθεί ο πανικός. Αν και οι επόπτες λαμβάνουν σε μηναία βάση στοιχεία σε σχέση με τους δείκτες ρευστότητας των τραπεζών η καθυστέρηση στη συλλογή και επεξεργασία σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ορισμένα ποιοτικά στοιχεία δεν είναι δυνατόν να αξιολογηθούν προκαλεί έντονη ανησυχία. Προς αυτή την κατεύθυνση η εποπτική αρχή προσανατολίζεται στο να ζητήσει από τον Σεπτέμβριο την αποστολή εβδομαδιαίων στοιχεία σε σχέση με τη ρευστότητα.
Επιστρέφοντας στις περιπτώσεις των Silicon Valley Bank (SVB) και Credit Suisse που υπήρξαν οι αποτυχίες που μέχρι στιγμής χαρακτηρίζουν τραπεζικά το 2023, ο ρόλος των μέσων κοινωνικής δικτύωσης σχετικά με την ταχύτητα διάδοσης του προβλήματος ήταν κάτι πρωτόγνωρο και ιδιαιτέρως ανησυχητικό. Εδώ τονίζεται η ισχύς των κοινωνικών μέσων και όχι της ηλεκτρονικής τραπεζικής, η οποία δεν φαίνεται να έπαιξε κάποιο σημαντικό ρόλο στις δύο περιπτώσεις, αφού οι μεγάλες καταθέσεις εταιρικών πελάτων δεν αποσύρθηκαν μέσω των ηλεκτρονικών καναλιών αλλά ενεργοποιήθηκαν μέσω εντολών που απέστειλαν οι οικονομικές διευθύνσεις των επιχειρήσεων.
Το παράδειγμα της SVB ανέδειξε επίσης την ανάγκη όπως τα ομόλογα στους ισολογισμούς παρουσιάζονται στην τιμή της αγοράς έτσι που να είναι μετρήσιμος ο κίνδυνος που προκαλούν οι αλλαγές στα επιτόκια και στις διακυμάνσεις των αγορών. Στην επιλογή των ομολόγων που θα εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία οι τράπεζες καλούνται να εντάξουν όλα τα ομόλογα που κατηγοριοποιούν ως αποθέματα ενίσχυσης της ρευστότητας στους σχετικούς δείκτες (LCR).
Αυτή την περίοδο και ενόψει της συνολικής αξιολόγησης Δεκεμβρίου οι τράπεζες υπόκεινται και σε ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων σεναρίων το αποτέλεσμα των οποίων θα γίνει γνωστό σε μερικές μέρες. Αυτή η άσκηση δεν αναμένεται να δώσει κάποια ιδιαίτερα ευρήματα αλλά θα επαναβεβαιώσει την καλή εικόνα των τραπεζών και την αυξημένη ανθεκτικότητα των ισολογισμών τους. Το σενάριο στο οποίο θα κληθούν να αξιολογηθούν οι τράπεζες περιλαμβάνει συνέχιση του υψηλού πληθωρισμού και επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης (stagflation). Αν και σε θετική πορεία, ο τραπεζικός τομέας χρειάζεται περαιτέρω ενδυνάμωση που μόνο μέσα από διασυνοριακές συνενώσεις μπορεί να επιτευχθεί κάτι όμως που σκοντάφτει στην άρνηση των κυβερνήσεων.