Κύριο Άρθρο
Με βάση τα έως τώρα δεδομένα, το 2024 παραμένει οικονομικά νωχελικό αφού συνεχίζει την τάση που επικράτησε καθ’ όλη την διάρκεια του προηγούμενου έτους. Η στασιμότητα στην οικονομική ανάπτυξη αποδίδεται πρωτίστως στην συρρίκνωση της ζήτηση και δευτερευόντως στην περιοριστική νομισματική πολιτική που «κρατά» τις κάνουλες της χρηματοδότησης κλειστές. Τα ψηλά επιτόκια συνεχίζουν να επηρεάζουν την οικονομία, καθώς η επίδραση μιας τόσο μεγάλης αναπροσαρμογής ήταν αναμενόμενο πως θα απαιτούσε πολλούς μήνες για να ενσωματωθεί. Σημειώνουμε πως η τελευταία άνοδος των επιτοκίων στην Ευρωζώνη αποφασίστηκε τον Σεπτέμβριο του 2023.
Η συνέχεια αναμένεται καλύτερη, καθώς η δυναμική της αποπληθωριστικής τάσης παραμένει ισχυρή, την ίδια ώρα που οι αυξήσεις στα ημερομίσθια προκαλούν βάσιμες ελπίδες πως θα αποκατασταθεί σε κάποιο βαθμό η αγοραστική δύναμη των μισθών. Η αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης για εξαγωγές αποτελεί τον δεύτερο σημαντικό πυλώνα που θα επιτρέψει να ανοίξει ο δρόμος για επιστροφή της επενδυτικής δραστηριότητας στα προ κρίσης επίπεδα. Στο επίπεδο των επιχειρήσεων, μεγάλο ζητούμενο παραμένει η αύξηση της παραγωγικότητας, η οποία το προηγούμενο διάστημα κινήθηκε σε χαμηλά επίπεδα και «ευθύνεται» σε μεγάλο βαθμό για την αύξηση των τιμών.
Η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού θα χρειαστεί και την συνεισφορά των κυβερνήσεων, οι οποίες με κάθε ευκαιρία καλούνται να αποσύρουν τα μη στοχευμένα μέτρα και να επικεντρώσουν τις προσπάθειές τους στις ευάλωτες ομάδες. Στο νέο περιβάλλον οι κυβερνήσεις αναμένεται να ελαττώσουν τις δαπάνες τους και να εφαρμόσουν το αναθεωρημένο πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης, έτσι που να επανέλθει ο δανεισμός σε διατηρήσιμα επίπεδα. Προς το παρόν η διαδικασία αυτή «σκοντάφτει» στις επερχόμενες ευρωεκλογές, αφού τα κόμματα εξουσίας καλούνται να διαχειριστούν τη λαϊκή δυσαρέσκεια που προκαλεί η ακρίβεια και στέλνει τους ψηφοφόρους στην «αγκαλιά» της Ακροδεξιάς.
Η γρήγορη αποκλιμάκωση του πληθωρισμού αποτελεί για το 2024 τον κρίσιμο παράγοντα επιτυχίας προκειμένου να εξελιχθεί το αισιόδοξο μακροοικονομικό σενάριο. Σε μια τέτοια περίπτωση η κατανάλωση θα «αναλάβει» από τη θέση του οδηγού να επαναφέρει την οικονομία σε τροχιά ανάπτυξης. Η ανάπτυξη θα φέρει επενδύσεις που θα μειώσουν την αβεβαιότητα και θα επιτρέψει στις τράπεζες να επανέλθουν στους κανονικούς ρυθμούς χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας.
Ο πληθωρισμός Μαρτίου «έκλεισε» στο 2,4% προσεγγίζοντας από νωρίς τον στόχο για το έτος, που είναι τοποθετημένος στο 2,3%. Η πλήρης σύγκλιση με τον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2% αναμένεται να πραγματοποιηθεί στα μέσα του επόμενου χρόνου. Σημαντικοί κίνδυνοι που πιθανόν να εκτροχιάσουν την προσπάθεια είναι οι γεωπολιτικές εντάσεις που κατακλύζουν τον πλανήτη. Οποιασδήποτε μορφής ανάφλεξη ή και νέα εστία εντάσεων, θα προκαλέσει τριγμούς ικανούς να γκρεμίσουν την λεπτή ισορροπία που για την ώρα κρατά την οικονομία μακριά από το σενάριο της ύφεσης. Την ασταθή εικόνα που παρουσιάζει η οικονομία εξισορροπεί η ισχυρή κατάσταση του τραπεζικού συστήματος, το οποίο «ευτύχησε» το 2023 να καταγράψει κέρδη πέραν από κάθε προσδοκία, κάτι που αναμένεται να συνεχιστεί και το 2024 για όσες τράπεζες διατηρούν υπερβάλλουσα ρευστότητα και εκμεταλλεύονται τα ψηλά επιτόκια που πληρώνει η ΕΚΤ. Αν και η μείωση των επιτοκίων δεν εξαρτάται από τις τράπεζες, ο κλάδος είναι αντιμέτωπος με μια μοναδική ευκαιρία να εκμεταλλευτεί τον ισχυρό ισολογισμό του προς δύο κατευθύνσεις. Πρώτον, να εφαρμόσει όλες τις πρόνοιες του κανονιστικού πλαισίου (Βασιλεία ΙΙΙ) και δεύτερον, να εκσυγχρονίσει τη λειτουργία του διασφαλίζοντας για τα καλά τη χρηματοοικονομική σταθερότητα.