Κύριο Άρθρο
Η Ευρώπη παλεύει με μια άνευ προηγουμένου κρίση αγοραστικής δύναμης. Η ακρίβεια, όπως είναι γνωστό, εστιάζεται στα προϊόντα ευρείας κατανάλωσης, κυρίως τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης. Η ανεξέλεγκτη πορεία του πληθωρισμού οδήγησε και σε μεγάλη αύξηση των επιτοκίων τα οποία σε περίοδο 12 μηνών κυμάνθηκαν από το -0,5% στο 3,25% σήμερα, και όπως όλα δείχνουν έπεται και συνέχεια. Η αύξηση των επιτοκίων μετατρέπει το κόστος εξυπηρέτησης των δανείων σε κυμαινόμενη βάση δυσβάσταχτο, επιτείνοντας την κρίση αγοραστικής δύναμης.
Η ΕΚΤ έχοντας πραγματοποιήσει ρεκόρ ανοδικών αναθεωρήσεων των επιτοκίων, κατάφερε να περιορίσει τον δείκτη τιμών καταναλωτή στο 6% από το υψηλό του 10% έχοντας όμως δεδηλωμένο στόχο το 2%. Όσον αφορά στην συνέχεια, προφανώς και δεν θα ακολουθήσει ανάλογο μονοπάτι αυξήσεων αλλά θα αφήσει τον χρόνο να κάνει τη δουλειά του έχοντας διασφαλίσει ότι ο προγραμματισμός νοικοκυριών και επιχειρήσεων θα γίνεται με όρους περιοριστικής νομισματικής πολιτικής. Σύμφωνα με τα προβλεπτικά μοντέλα της ΕΚΤ, αν δεν υπάρξει κάποιο νέο εξωτερικό σοκ, ο πληθωρισμός το 2024 θα κυμανθεί γύρω στο 3% ενώ την επόμενη χρονιά θα προσεγγίσει τον στόχο του 2%.
Προκύπτει συνεπώς ότι τα ψηλά επιτόκια θα μας συντροφέψουν για πολύ καιρό ακόμα και σίγουρα για τα επόμενα 1-2 χρόνια. Στην ερώτηση γιατί έπρεπε να φτάσουμε στο σημείο να έχουμε αυτά τα επίπεδα πληθωρισμού με τα ανάλογα επιτόκια, η απάντηση βρίσκεται στους υφεσιακούς παράγοντες της πανδημίας. Υπενθυμίζουμε ότι το 2020 η ευρωπαϊκή οικονομία συρρικνώθηκε κατά 6%. Αν ΕΚΤ και κυβερνήσεις δεν παρέμβαιναν, η Ευρωζώνη ίσως να κατρακυλούσε σε μια άνευ προηγουμένου ύφεση με σοβαρό το ενδεχόμενο να μετατρεπόταν σε οικονομικό μαρασμό, δηλαδή πτώση του ΑΕΠ πάνω από 10%. Οι παρεμβάσεις των αρχών όχι μόνον απέτρεψαν τα χειρότερα, αλλά διασφάλισαν τη γρήγορη επάνοδο της οικονομίας στην κανονικότητα. Παράλληλα αφαίρεσαν το βάρος επιπρόσθετου δανεισμού από τα κράτη-μέλη, που αν θα είχε προστεθεί θα έκανε δυσμενέστερή την εξυπηρέτηση ενός ήδη μεγεθυμένου δημόσιου χρέους.
Το δύο τελευταία τρίμηνα, η Ευρωζώνη κατέγραψε μείωση στην κατανάλωση και στις επενδύσεις. Η οικονομία αναπτύσσεται οριακά, ενώ η κραταιά Γερμανία έχει εισέλθει σε τεχνική ύφεση, δύο συνεχόμενα αρνητικά τρίμηνα. Η ζήτηση συνεπώς έχει μπει σε φάση εξ ορθολογισμού. Επομένως, η επιμονή του πληθωρισμού μπορεί να αποδοθεί εξ ολοκλήρου στις αυξήσεις στο κόστος παραγωγής, κυρίως ημερομίσθια, και στα εταιρικά κέρδη που παραμένουν σε τροχιά αυξημένων περιθωρίων κέρδους.
Η παρούσα συγκυρία βρίσκει την Ευρωζώνη σε πορεία διαβρωμένης ανταγωνιστικότητας. Η φτηνή ενέργεια και οι συνέργειες που πρόσφερε η κινεζική αγορά στο κομμάτι των εξαγωγών δεν αποτελούν πλέον αναπτυξιακά εργαλεία. Η Ευρωζώνη βρίσκεται σε αναζήτηση ενός νέου αναπτυξιακού μοντέλου που θα απαντά στις προκλήσεις του σήμερα. Η προσπάθεια στρέφεται προς την κατεύθυνση δημιουργίας συνθηκών εσωτερικής αυτάρκειας. Η πορεία για μια τέτοια στροφή περνά αποκλειστικά μέσα από σημαντικές επενδύσεις στις υποδομές. Τα επόμενα χρόνια θα αποτελέσουν για την Ευρώπη χρόνια βελτίωσης των ενεργειακών, «πράσινων» και τεχνολογικών υποδομών. Όλα τα κράτη-μέλη οφείλουν να συμβαδίσουν. Η Κύπρος με τη σειρά της θα πρέπει να παρουσιάσει το δικό της αξιόπιστο και κοστολογημένο πρόγραμμα επενδύσεων. Τα σχέδια που έχουν εκπονηθεί το προηγούμενο διάστημα αν δεν επικαιροποιηθούν και εξειδικευτούν, ενέχουν τον κίνδυνο να μας αφήσουν στην αφετηρία αυτής της μεγάλης πανευρωπαϊκής προσπάθειας.