Κύριο Άρθρο
Η αύξηση Σεπτεμβρίου που καθόρισε το βασικό επιτόκιο στο 4% εκτιμάται πως θα περιορίσει τη ζήτηση για προϊόντα και υπηρεσίες. Ως εκ τούτου δημιουργείται μια ασπίδα προστασίας κατά των ανατιμήσεων που ίσως να θέλουν να επιβάλουν οι επιχειρήσεις λόγω αυξημένου κόστους ενέργειας. Αναμένεται συνεπώς ότι οι αυξήσεις στο κόστος ενέργειας εφόσον έχουν διάρκεια θα πλήξουν τα κέρδη των επιχειρήσεων, μιας και οι δυνατότητες μετακύλησης είναι περιορισμένες. Αυτό βέβαια σε μεγάλο βαθμό ισχύει στο μέτρο που ο ανταγωνισμός είναι καλά ρυθμισμένος, κάτι που δεν συμβαίνει στη χώρα μας.
Με τον πληθωρισμό στο 4,6% και το βασικό επιτόκιο στο 4% δημιουργούνται βάσιμες προσδοκίες για ομαλοποίηση της κατάστασης, εφόσον βέβαια δεν υπάρξουν νέα μεγάλα γεγονότα που θα έχουν ειδικό βάρος στις οικονομικές εξελίξεις. Σε κάθε περίπτωση, οι οικονομολόγοι της ΕΚΤ δηλώνουν έτοιμοι να συνεχίσουν τις αυξήσεις αν αυτό κριθεί απαραίτητο, χωρίς την ίδια στιγμή να υπονοείται πως αυτή η γραμμή πλεύσης είναι η επιθυμητή. Την ίδια στιγμή εκφράζεται η ανησυχία ότι μόλις τα επιτόκια των καταθέσεων ανέλθουν στα κανονικά επίπεδα, οι τράπεζες θα επιχειρήσουν αυξήσεις στα επιτόκια δανεισμού καθιστώντας την ανάπτυξη προβληματική και τη χρηματοοικονομική σταθερότητα εύθραυστη.
Σύμφωνα με τις αναλύσεις, σημαντική πηγή πληθωρισμού αποτελεί η αγορά εργασίας, η οποία λόγω των βελτιωμένων συνθηκών απασχόλησης προκαλεί αυξητικές τάσεις στα ημερομίσθια. Αν και η συγκεκριμένη τάση ήταν ιδιαίτερα έντονη κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους, οι εκτιμήσεις συγκλίνουν στο ότι η πίεση θα αποφορτιστεί λόγω μειωμένων επιχειρηματικών κερδών. Συνεπώς, και αυτή η πηγή πρόκλησης ανατιμήσεων τίθεται αργά αλλά σταθερά υπό έλεγχο, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για να ξεπεραστεί ο ψηλός πληθωρισμός και να υπάρξει προσέγγιση του στόχου του 2%.
Προς τo παρόν, τα ψηλά επιτόκια αποτελούν την αιτία που οι αγορές ομολόγων δεν βρίσκονται σε αναταραχή αφού οι επενδυτές απολαμβάνουν ψηλές αποδόσεις χωρίς να προκύπτει η ανάγκη «επιθέσεων» στους αδύναμους κρίκους, απαιτώντας αυξημένο περιθώριο κινδύνου. Με αυτόν τον τρόπο η ΕΚΤ κατάφερε να τερματίσει το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων χωρίς να παρατηρηθεί το «αιματοκύλισμα» που όλοι φοβόντουσαν. Η ηρεμία στην αγορά ομολόγων, παρά την μεταβλητότητα στις τιμές, μπορεί να ερμηνευθεί και ως ψήφος εμπιστοσύνης των επενδυτών προς τις κεντρικές τράπεζες για μια, έστω και αργά, επιτυχημένη διαχείριση της κατάστασης.
H ανάφλεξη του πληθωρισμού κατά το 2022 υπήρξε η αφορμή για σημαντική κριτική προς του οικονομολόγους των κεντρικών τραπεζών, οι οποίοι σε μεγάλο βαθμό απέτυχαν στην πρόβλεψη. Η συγκεκριμένη εμπειρία όμως πρέπει να αξιοποιηθεί προς την κατεύθυνση της καλύτερης κατανόησης των οικονομικών συσχετισμών στο σύγχρονο περιβάλλον όπου η αβεβαιότητα αποτελεί τη μόνη σταθερά.
Καθώς πλησιάζουμε στο τέλος του έτους, η νομισματική πολιτική δείχνει να σταθεροποιείται στα ψηλά, αν και η επιθυμία όλων είναι τα χαμηλότερα επιτόκια. Εξάλλου, σε αυτή την συγκυρία το κρίσιμο είναι να πάψει η αναταραχή που επικρατούσε κάθε φορά που μια κεντρική τράπεζα συνεδρίαζε για να εξετάσει το ύψος των επιτοκίων. Σκέψεις που εκφράστηκαν προ μηνών για μια πιθανή έναρξη ενός κύκλου μειώσεων των επιτοκίων, μπαίνουν για τα καλά στο συρτάρι αφού πλέον το ζητούμενο είναι να δοθεί χρόνος στην οικονομία να «χωνέψει» τα δεδομένα όπως διαμορφωθήκαν. Μέχρι τότε η κατάσταση στην Μέση Ανατολή θα συνεχίσει να λειτουργεί ως βαρόμετρο των εξελίξεων.