Κύριο Άρθρο
Στις ΗΠΑ, έχοντας μέχρι στιγμής γνώση των στοιχείων Ιουλίου, υπολογίζεται πως ακόμη και αν οι μηνιαίες καταγραφές του πληθωρισμού είναι μηδενικές ο ετήσιος πληθωρισμός στο τέλος του έτους θα ανέλθει στο 6,3%. Υπάρχουν βέβαια και τα ενδιάμεσα σενάρια που κάνουν λόγο για πληθωρισμό μεταξύ 7,6% και 8,9%. Στο ακραίο σενάριο ο πληθωρισμός αναμένεται διψήφιος και θα ανέλθει στο 10,2%. Για καλύτερη κατανόηση της κατάστασης, υπογραμμίζουμε ότι ο μέσος πληθωρισμός των τελευταίων 60 ετών ήταν 3,8% ενώ το 2021 έκλεισε στο 4,7%, πράγμα που σημαίνει πως ακόμα και αν επικρατήσει το αισιόδοξο σενάριο οι τιμές φέτος θα είναι 34% αυξημένες.
Η ακρίβεια είναι το βασικό χαρακτηριστικό της οικονομίας για το 2022 χωρίς ιδιαίτερες ενδείξεις ότι το φαινόμενο θα είναι παροδικό. Όλες οι ενέργειες σχεδιάζονται γύρω από το κεντρικό σενάριο του αυξημένου πληθωρισμού. Προς αυτή την κατεύθυνση είχαμε και την έκπληξη από πλευράς ΕΚΤ, ανακοινώνοντας διπλάσια από την αναμενόμενη αύξηση του επιτοκίου εκφράζοντας ανησυχία για την ένταση του ρυθμού ανόδου του πληθωρισμού κατά τον μήνα Ιούνιο. Η κατάσταση θα συνεχίσει να παρακολουθείται μήνα-μήνα και οι αποφάσεις θα λαμβάνονται αναλόγως, αφού πλέον η ακρίβεια οδηγείται από ένα μείγμα παραγόντων και δεν μπορεί να αποδοθεί σε συγκεκριμένη αιτία.
Καθώς πλησιάζουμε τον χειμώνα, η οικονομία θα επιβαρύνεται από την ενεργειακή κρίση που ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει προκαλέσει και η οποία θα ασκεί πίεση στον πληθωρισμό λόγω αυξημένης ζήτησης για ενεργειακά προϊόντα. Αυτή η συνθήκη θα προκαλεί μεγαλύτερη ανάγκη για αύξηση των επιτοκίων πλήττοντας τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις που είναι υπερδανεισμένα. Πιο ψηλά επιτόκια σημαίνει χαμηλούς μέχρι και αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης, κάτι που ήδη εκτιμάται από τα προβλεπτικά μοντέλα χωρίς όμως να γίνεται αναφορά σε στασιμοπληθωρισμό.
Το ξεκαθάρισμα εκ μέρους ΕΚΤ ότι πρώτιστη προτεραιότητα είναι η αντιμετώπιση του πληθωρισμού και ο μεσοπρόθεσμος στόχος του 2% θα πρέπει να μας προετοιμάζει για μια σειρά από αυξήσεις των επιτοκίων το επόμενο διάστημα. Οι ανησυχίες ότι αυτή η πολιτική ίσως οδηγήσει σε μετάδοση κρίσεων σε χώρες του ευρωπαϊκού νότου απαντάται από τον μηχανισμό που η ΕΚΤ έχει προτείνει. Σε κάποιο βαθμό αυτός ο μηχανισμός μπορεί να αξιοποιηθεί και από μεγάλες επιχειρήσεις. Απουσιάζουν όμως οι πρόνοιες για μικρομεσαίες επιχειρήσεις και νοικοκυριά που αποτελούν την πλειοψηφία των οικονομικών μονάδων στην Ευρώπη. Αυτό μάλλον αφήνεται στην διαχείριση των εθνικών κυβερνήσεων για αντιμετώπιση από δημόσιο χρήμα, που όμως έχει εξαντληθεί κατά την διάρκεια της πανδημικής κρίσης. Την ίδια στιγμή οι χώρες που θα αντιμετωπίσουν τις μεγαλύτερες δυσκολίες καλούνται να μειώσουν τα επίπεδα δανεισμού τους, τα οποία είχαν συσσωρεύσει το προηγούμενο διάστημα. Βρισκόμαστε λοιπόν ενώπιον αντικρουόμενων στόχων οικονομικής πολιτικής που όπως έχει αποδειχθεί στο παρελθόν οδηγούν σε αδιέξοδα και κρίσεις.
Σε σχετικές ερωτήσεις που τίθενται αναφορικά με τους τρόπους αντιμετώπισης αυτών των προκλήσεων σε εθνικό επίπεδο η απάντηση πάντα καταλήγει στο ταμείο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας. Θα ήταν λοιπόν χρήσιμο να διευκρινιστεί το επόμενο διάστημα και πριν να είναι πολύ αργά, κατά πόσο οι χώρες που θα αντιμετωπίσουν τις μεγαλύτερες προκλήσεις, όπως είναι και η περίπτωση της Κύπρου, μέσα από το ταμείο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας θα αποκτήσουν τα αναγκαία εργαλεία για να αντιμετωπίσουν αυτή την κρίση.