Του Απόστολου Τομαρά
Οι κυρώσεις σε δικηγορικά γραφεία, κυπριακού ενδιαφέροντος, σε καμία περίπτωση δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Αυτό που μπορεί να θεωρηθεί έκπληξη ήταν η αντίδραση μιας μερίδας του δικηγορικού κόσμου στην όχι αυθαίρετη άποψη που έχει δημιουργηθεί εδώ και χρόνια, για την εμπλοκή κάποιων δικηγορικών γραφείων σε υποθέσεις, διεθνούς ενδιαφέροντος. Ούτε λίγο ούτε πολύ διατυπώνονται απόψεις, εντός της δικηγορικής κοινότητας της Κύπρου, που μπορεί να θεωρηθούν ότι βάζουν πλάτη σε δικηγόρους που στο όνομα της επαγγελματικής δραστηριότητας φαίνεται να ξέφυγαν του πλαισίου, παραβιάζοντας διεθνείς κανόνες και αποφάσεις. Το πλέον ανησυχητικό είναι πως ακόμα και η ηγεσία του ΠΔΣ δεν φαίνεται να αποστασιοποιείται από μια λογική που θέλει να αποδείξει πως οι δικηγόροι της Κύπρου στοχοποιούνται.
Αν μέχρι σήμερα δεν υπάρχει το αναγκαίο ενιαίο εποπτικό υπόβαθρο που θα θέτει κανόνες, ευθύνες φέρουν οι πολιτικές ηγεσίες τα τελευταία 30 χρόνια. Στην περίπτωση της παροχής υπηρεσιών ευθύνη φέρει και ο δικηγορικός κόσμος και οι αντιδράσεις του οργάνου τους. Μέσα στο κλίμα που έχει δημιουργηθεί υπάρχουν απόψεις εντός των δικηγόρων που στην προσπάθεια να δικαιολογήσουν την άρνησή τους για Ενιαία Εποπτική Αρχή επικαλούνται το επιχείρημα του συμψηφισμού. Δηλαδή, χρησιμοποιούν τι συμβαίνει σε άλλους επαγγελματικούς κλάδους. Τα όποια κενά υπάρχουν, και οι δικηγόροι το ξέρουν καλύτερα από τον καθένα, σε καμία περίπτωση δεν δημιουργούν νομιμότητα. Θα επικαλεστώ μια άποψη γνωστού δικηγόρου με παρουσία στον δημόσιο λόγο τον οποίο φαίνεται να έχει ενοχλήσει το δημοσιογραφικό ενδιαφέρον για το ποιος ελέγχει δικηγόρους και λογιστές. Στην απορία που διατυπώνει, το συγκεκριμένο πρόσωπο, θα πρέπει να υπενθυμίσω τα ακόλουθα: Η Επιτροπή Δεοντολογίας δεν είναι όργανο του επαγγελματικού κλάδου των δημοσιογράφων (ΕΣΚ). Αν κάποιος δημοσιογράφος δημοσιεύσει έναν λίβελλο κινδυνεύει να βρεθεί ενώπιον της δικαιοσύνης. Η άποψη πως η Επιτροπή Δεοντολογίας ελέγχεται από δημοσιογράφους δεν αποτελεί επιχείρημα για να δικαιολογηθεί η άρνηση για έλεγχο και των δικηγόρων από ένα ενιαίο όργανο. Θα πρέπει να υπενθυμίσω και τούτο: Η λογική «και για εσάς το ίδιο συμβαίνει» μόνο ως ατυχή μπορώ να την χαρακτηρίσω. Δεν υποστηρίζω πως δεν υπήρχαν λίβελλοι, ποτέ όμως δεν έπληξαν τη αξιοπιστία της χώρας. Αν έχει ξεχαστεί το σκάνδαλο με τα μαύρα του Μιλόσεβιτς δεν στήθηκε από δημοσιογράφους αλλά από δύο γνωστά δικηγορικά γραφεία σε συνεργασία με την κυρία της Beogradska Banka. Χρειάζεται να επαναλάβω πως η Κύπρος πλήρωσε ακριβά τα μαύρα του Μιλόσεβιτς;
Το 2013 δεν ήταν δημοσιογράφοι που μέσα στην κλειστή περίοδο μετέφεραν σε μαύρες τσάντες τα ευρώ. Δεν ήταν οι δημοσιογράφοι που πρόσφεραν υπηρεσίες σε πρόσωπα τα οποία ήταν στο στόχαστρο για ζητήματα διαφθοράς. Τις υπηρεσίες πρόσφεραν κάποια δικηγορικά και λογιστικά γραφεία, με το αζημίωτο. Τα Χρυσά Διαβατήρια σε κάθε κυνηγημένο δεν τα έδωσαν δημοσιογράφοι. Άρα στον αγαπητό δικηγόρο που διερωτάται, η απάντηση είναι ξεκάθαρη, «δεν τα φάγαμε μαζί», και ας μελετήσει τα ουκ ολίγα πορίσματα ερευνών που υπάρχουν. Τα έφαγαν λίγοι, που διαχρονικά εκθέτουν τη χώρα και που πάντα την βγάζουν καθαρή. Άλλοθι, επίσης, δεν αποτελούν διαχρονικά προβλήματα και κενά στον δημοσιογραφικό κλάδο. Μακριά από λογικές συμψηφισμού δεν θυμάμαι οι δημοσιογράφοι να αρνήθηκαν ενίσχυση του πλαισίου ελέγχου ή τη θέσπιση κανόνων. Οι δημοσιογράφοι μπορεί να επικριθούν για περιπτώσεις λίβελλων, οι δημοσιογράφοι μπορεί να επικριθούν για τον ρόλο κάποιων στο σκάνδαλο με το Χρηματιστήριο, σε καμία περίπτωση όμως δεν ευθύνονται ότι συνέβαλαν να πέσει η οικονομία της Κύπρου στα βράχια ή στο να της κολλήσει η ρετσινιά «Πλυντήριο της Μεσογείου». Να θυμίσω επίσης πως δημοσιογράφοι λογοδότησαν ενώπιον της δικαιοσύνης για λίβελλους. Πόσοι δικηγόροι και λογιστές έκατσαν στο σκαμνί της δικαιοσύνης επειδή συμμετείχαν στο πάρτι παροχής υπηρεσιών από το 1990 μέχρι σήμερα; Επί του προκειμένου. Δεν στοχοποιείται ο δικηγορικός κόσμος επειδή δύο γραφεία πέρασαν την κόκκινη γραμμή ή αν αυξηθεί ο αριθμός της λίστας με άλλα. Είναι λάθος δικηγόροι να δίνουν την εντύπωση πως προσφέρουν άλλοθι στους λίγους, χρησιμοποιώντας επιχειρήματα του τύπου «κρύψτε να περάσουμε».