Του Απόστολου Τομαρά
Τις τελευταίες εβδομάδες η «Κ» ασχολήθηκε με τις δημόσιες συμβάσεις, ένα πεδίο το οποίο απορροφά μεγάλο κομμάτι του δημόσιου χρήματος. Αφορμή υπήρξε ο περιμετρικός δρόμος Λευκωσίας, ένα έργο ουσιώδους σημασίας για τη Λευκωσία. Ο απόηχος των όσων απασχόλησαν τον δημόσιο διάλογο ένεκα των καθυστερήσεων που παρατηρούνται σε μεγάλα έργα, έφερε και πάλι στην επιφάνεια διαχρονικές παθογένειες που διέπουν τις δημόσιες συμβάσεις, σχετικά τόσο με την προκήρυξη όσο και με την κατακύρωση τους. Κάτι παρόμοιο είχε συμβεί την περίοδο των μεγάλων αποκαλύψεων για φαγοπότι και μίζες με τα σκουπίδια.
Η εργοληπτική εταιρεία Cyfield με άρθρο της, που δημοσιεύθηκε στην έκδοση της «Κ» 26 Μαΐου 2024, εμφανίζεται ενοχλημένη από το περιεχόμενο των δυο ρεπορτάζ, που νωρίτερα δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα, στα οποία με επίσημα στοιχεία εμφανίζεται ως μια εταιρεία που λαμβάνει ένα παχυλό κομμάτι των μεγάλων δημοσίων έργων. Η εταιρεία στο κείμενο της αφήνει να υπονοηθεί πως η «Κ» με τα συγκεκριμένα ρεπορτάζ στήνει την επιχειρηματικότητα στον τοίχο. Αυτό που φαίνεται να τη δυσαρέστησε, ήταν οι αναφορές των ρεπορτάζ σε «εθνικούς εργολάβους» και σε φαινόμενα δημιουργίας μονοπωλίων. Πουθενά και στα δυο κείμενα όμως δεν υπήρχε ο παραμικρός υπαινιγμός για παρατυπίες της εταιρείας κατά την ανάληψη έργων ή για διαδικασίες κάτω από το τραπέζι. Τουναντίον αυτό το οποίο προκύπτει και από τα δυο κείμενα, είναι «οι τρύπες» που εξακολουθητικά υπάρχουν στο πλαίσιο που διέπει τις δημόσιες συμβάσεις. Επί του προκειμένου έγιναν συγκεκριμένες αναφορές σε περιπτώσεις όπου εταιρείες, που ενώ με απόφαση δικαστηρίου βεβαιώθηκε η συμμετοχή τους στο σκάνδαλο του ΣΑΠΑ, συνέχισαν κανονικά την επιχειρηματικότητά τους με διαφορετικό μανδύα. Η Cyfield φαντάζομαι γνωρίζει σε ποιες εταιρείες αναφερόμαστε. Να πληροφορήσουμε την εταιρεία πως η αναφορά σε 17,5 χρόνια παρατάσεων, που φέρεται να ζήτησε η εταιρεία, δεν έγινε από την «Κ».
Η εφημερίδα δέχθηκε την άποψη που διατύπωσε η εταιρεία σχετικά με το χρόνο παράτασης που ζήτησε για τον περιμετρικό της Λευκωσίας, όπως αυτή μεταφέρθηκε στον συντάκτη των κειμένων και επιβεβαιώθηκε και από τα δημόσια έργα. Τα όσα αναφέρονται και στα δυο κείμενα, που ενόχλησαν την Cyfield, προκύπτουν από απόψεις φορέων που δεν είναι άσχετοι με τα δημόσια έργα. Η εταιρεία στο κείμενο της επαναλαμβανόμενα υποστηρίζει πως από την δραστηριότητά της δεν προκύπτει οτιδήποτε επιλήψιμο, παρότι στο άρθρο της «Κ» δεν υπήρχε σχετικός υπαινιγμός. Η «Κ» ουδέποτε δαιμονοποίησε την επιχειρηματικότητα αντίθετα με άρθρα, απόψεις, και συγκεκριμένες ενέργειες και πράξεις τη στήριξε και τη στηρίζει. Η «Κ» ήταν ιδιαίτερα επικριτική με την κακή επιχειρηματικότητα, όπως αυτή πιστοποιείται από τα διάφορα σκάνδαλα που έχουν αποκαλυφθεί και επιβεβαιωθεί δικαστικώς τα τελευταία χρόνια.
Οι αναφορές περί σεβασμού στο ρόλο του τύπου είναι ευπρόσδεκτες, αρκεί να μην είναι σχήμα λόγου. Αν υπάρχουν ολιγοπώλια στο χώρο των κατασκευών, δεν είναι δύσκολο για την εταιρεία να το διαπιστώσει. Και για την αποκατάσταση της αλήθειας, που όπως αναφέρεται αποτελεί υποχρέωση της εταιρείας, ο συντάκτης και των δυο κειμένων επικοινώνησε με υψηλά ιστάμενο στέλεχος της εταιρείας, ο οποίος ενημερώθηκε για τα ρεπορτάζ και αρνήθηκε να εκφράσει άποψη. Η κατάσταση που επικρατεί φαίνεται να ανησυχεί και την κυβέρνηση. Μετά και τα ρεπορτάζ της «Κ» οι δηλώσεις του κυβερνητικού εκπροσώπου Κωνσταντίνου Λετυμπιώτη είναι ενδεικτικές. Για να λέμε τα σύκα-σύκα και τη σκάφη – σκάφη.