Του Απόστολου Τομαρά
Τα δυο φονικά μέσα σε λιγότερο από δυο εικοσιτετράωρα, αν ληφθεί υπόψη η έκταση δημοσιότητας που πήραν, φάνηκαν ως κεραυνός εν αιθρία εκτοπίζοντας από την κορυφή της επικαιρότητας την αιματοχυσία στο γειτονικό Ισραήλ. Η ψυχρή εκτέλεση δυο προσώπων ξύπνησε μνήμες άλλων εποχών, που είχαν ατονήσει. Ήταν οι εποχές που ειδησεογραφικά το τοπικό έγκλημα είχε ξεπεράσει τα γεωγραφικά όρια της Κύπρου τραβώντας το ενδιαφέρον των αδιάφορων για το κυπριακό γίγνεσθαι ελλαδικών μέσων.
Τότε η κατάσταση με τις φατρίες της Λεμεσού, της Λευκωσίας και των άλλων πόλεων είχε ξεπεράσει κάθε όριο και όσοι Υπουργοί Δικαιοσύνης προσπάθησαν να την ελέγξουν απέτυχαν. Μέχρι που στο Υπουργείο Δικαιοσύνης τοποθετήθηκε ο Νίκος Κόσιης. Ο αείμνηστος Γλαύκος Κληρίδης τον φώναξε στο Προεδρικό και του είπε: «Νίκο, έχω πρόβλημα με το έγκλημα, θέλω να αναλάβεις το Υπουργείο Δικαιοσύνης». Το τι απάντησε ο Νίκος Κόσιης το εκμυστηρεύτηκε ο ίδιος στην «Κ» παραμονές των τελευταίων προεδρικών εκλογών. «Τότε ήμουν 67 ετών. Αρχικά του ζήτησα (του Γλαύκου Κληρίδη) εάν γινόταν να μην είμαι μπροστά αλλά πίσω και να βοηθάω». Δεν το δέχθηκε. Του είπα είναι αδικαιολόγητη η έκταση του εγκλήματος, το έγκλημα θα υπάρχει πάντοτε, δεν μπορούμε όμως να δικαιολογήσουμε το έγκλημα. Αυτό σημαίνει ότι κάτι δεν πάει καλά. Κάποιος πρέπει να τα βάλει με τους εγκληματίες, να έχει τον τσαμπουκά. – Καλά, αφού λες ότι έχεις λύσεις, γιατί δεν έρχεσαι; μου απάντησε. Αποδέχθηκα την πρόταση παρά την απόφασή μου να αποχωρήσω από την ενεργό πολιτική δράση, επί Μακαρίου που μου είχε προτείνει να μείνω. Ο Κληρίδης με έφερε στο φιλότιμο. Τότε είχε έλθει και ο Σπύρος Κυπριανού και μου είπε: «Νίκο, εάν δεν συμφωνήσεις, εμείς δεν δεχόμαστε άλλον Υπουργό». «Τους περισσότερους στις φατρίες τους ήξερα».
Ο Κόσιης τότε δεν πήγε με το σταυρό στα χέρια και ο νοών νοείτο. Και πράγματι αποδείχθηκε ο Υπουργός που κατάφερε να ελέγξει μια κατάσταση, η οποία είχε γίνει ανεξέλεγκτη. Σήμερα δεν υπάρχουν Κόσιηδες για να μπορούν να χτυπούν το χέρι στο τραπέζι, όπως έκανε ο ίδιος όταν κάποιοι της νύχτας προσπαθούσαν να μπουν στο γραφείο του «αρματωμένοι» για να τον δουν. Ακόμα και αν υπήρχαν στις μέρες μας, το έγκλημα έχει αλλάξει και σε αρκετές περιπτώσεις κρύβεται πίσω από λάμψη και φώτα. «Τώρα δε μπορεί να γίνει κάτι ανάλογο» μας είχε πει τέτοια εποχή πριν ένα χρόνο ο Νίκος Κόσιης.
Το ερώτημα είναι αν η Αστυνομία προσαρμόστηκε στα νέα δεδομένα, αν άλλαξε μεθόδους ή έμεινε σε άλλες εποχές. Πολιτικά είναι ανεπίτρεπτο η ηγεσία της Αστυνομίας να διαβεβαιώνει ότι δεν επίκειται άλλο έγκλημα και να εκτίθεται ανεπανόρθωτα μέσα σε δυο εικοσιτετράωρα. Αυτό σημαίνει πως κάπου έχει χαθεί η μπάλα και πως αυτό το οποίο αφήνεται να βγει προς τα έξω για έλεγχο και ισορροπίες στον κόσμο της νύχτας επιεικώς είναι γκάφα ολκής. Οι αναφορές περί ελλείψεων σε ανθρώπινο δυναμικό απλά είναι δικαιολογίες. Δηλαδή αν υπήρχαν άλλοι 30 με 40 Ζητάδες οι παράνομοι θα είχαν λουφάξει;
Η νύχτα θέλει σχέδιο και καλές πηγές πληροφόρησης. Θέλει έλεγχο. «Μόνο στο Παράδεισο δεν υπάρχει έγκλημα» όπως ισχυρίζονταν τα καθεστώτα τις πάλαι ποτέ σοσιαλιστικές κοινωνίες. Στις υπόλοιπες το έγκλημα υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει. Σε αυτές τις περιπτώσεις τα πολλά λόγια είναι φτώχια. Αυτό που χρειάζεται είναι δράση πίσω από τα φώτα για να προλαβαίνεις ακραία φαινόμενα ξεκαθαρίσματος λογαριασμών. Εκτός και αν η ηγεσία της Αστυνομίας εφαρμόζει μια ιδιότυπη εκδοχή του «Διαίρει και Βασίλευε» για να βάλει τάξη στη νύχτα εκ των έσω. Εκδοχή απίθανή για να είναι αληθινή.