Του Απόστολου Κουρουπάκη
Πρώτη φορά είδα την ουρά στο οδόφραγμα του Αγίου Δομετίου τον Φεβρουάριο του 2004, ενόσω υπηρετούσα τη θητεία μου στην Ελληνική Δύναμη Κύπρου, όταν ένας καλός φίλος με πήγε για να δω το σημείο απ’ όπου περνούσαν Ε/κ για να πάνε στα χωριά και τις πόλεις τους. Η αλήθεια είναι ότι ελάχιστα γνώριζα για το Κυπριακό, πέραν όσων είχα ακούσει ή δει τις ημέρες του Ιουλίου και Αυγούστου, όταν έπαιζαν οι τηλεοράσεις και τα ραδιόφωνα επετειακές εκπομπές.
Αυτό που αντίκρισα στον Άγιο Δομέτιο μού κίνησε την περιέργεια να μάθω περισσότερα. Πρώτη πηγή μου ο καλός εκείνος φίλος, η μητέρα του οποίου κατάγεται από τον Άγιο Μέμνωνα Αμμοχώστου. Έτσι έπιασα κατά κάποιο τρόπο το νήμα. Αργότερα, καθώς τακτικά επισκεπτόμουν τον «Ηράκλη» στην οδό Λήδρας, ως στρατιώτης, πήγαινα στο οδόφραγμα και κοιτούσα με περιέργεια από εκείνο το άνοιγμα την «άλλη πλευρά», το ίδιο και στην περιοχή του Ορφέα. Με απορία κοιτούσα τους ανθρώπους στον προμαχώνα απέναντι από τη CYTA. Πολλά έβλεπα, λίγα καταλάβαινα, και περισσότερα ήθελα να μάθω...
H κα Θάλεια 90 χρόνων που μου είπε πως όταν κλείνει τα μάτια της βλέπει όρομαν το χωρκό της και όταν ξυπνά κρούζει η καρκιά της.
Πέρασαν χρόνια για να δω την «άλλη πλευρά». Συμμετέχοντας σε πρόγραμμα εκμάθησης ελληνικών το 2010 σε Τ/κ στην Αμμόχωστο, πέρασα τη γραμμή..., και με δέος κοιτούσα την άλλη Κύπρο, και πάλι λίγα καταλάβαινα, αυτό που με στοίχειωσε –αν επιτρέπεται η έκφραση– είναι η ταμπέλα Pirhan, και η εκκλησία στο βάθος... Στα πήγαινε έλα των δύο χρόνων, προστέθηκε και το άγνωστο χωριό, που έβλεπα να στέκει βουβό και σκοτεινό, στην αριστερή πλευρά του δρόμου, λίγο πριν από το οδόφραγμα στις Βρυσούλες. Τόσα και τόσα χωριά, δεν ξέρω αυτά τα δύο μου εντυπώθηκαν. Φυσικά, έμαθα ότι επρόκειτο για την Πυργά και την Άχνα Αμμοχώστου. Ερωτήσεις πολλές στον εαυτό μου κυρίως, ένα γιατί συνεχώς με κατέτρυχε.
Οι Τ/κ μαθητές μου, Λεμεσιανοί και Λαρνακείς, είχαν έγνοια να μάθουν τα ελληνικά, κι εγώ έγνοια να μιλήσω για τις πτώσεις, τα άρθρα και τα ρήματα... Ώσπου, είχα την ιδέα να μου γράψουν μερικές προτάσεις για τα χωριά τους, για το από πού είναι... Ένιωθα πως οι ρίζες του ανθρώπου δεν είναι δυνατόν να ξεραίνονται έτσι... Πέρασα με αυτόν τον εκπαιδευτικό τρόπο τα οδοφράγματα. Στο επόμενο μάθημα μου έφεραν τις εκθέσεις τους, σε ανορθόγραφα ελληνικά και σε φραγκοχιώτικα, μου έγραφαν για τα χωριά τους στη Λάρνακα και στη Λεμεσό, άγνωστα σε μένα ακόμα τα περισσότερα εκείνα χωριά. Δεν διόρθωσα τα ορθογραφικά λάθη στις εκθέσεις τους και δεν ζήτησα μεταγραφή στο ελληνικό αλφάβητο από εκείνους που είχαν χρησιμοποιήσει το λατινικό, με χαρά μιλούσαν για τους τόπους τους, στ’ ανάθεμα η εκπαιδευτική διαδικασία.
Τότε φτιάξαμε το σύνθημα να λέμε «Ζήτω η Κρήτη» και να εννοούμε «Ζήτω η Κύπρος»... γιατί με είχαν πληροφορήσει οι Τ/κ μαθητές μου ότι αυτή άσκηση δεν είχε ακουστεί καλά από κάποιους «μαθητές». Συμφωνήσαμε λοιπόν ένα περίεργο σύνθημα. Ικανοποιούσα και εγώ τη νοσταλγία μου και είχαμε βρει τρόπο να επικοινωνούμε και να μιλάμε για το ίδιο πράγμα.
Πέρασαν χρόνια από τότε και διέσχισα δεκάδες φορές τα οδοφράγματα, μόνος μου, με Έλληνες πολίτες, με Ε/κ πρόσφυγες, με Ε/κ μη πρόσφυγες και ακόμα δεν έχω απαντήσεις στα γιατί που μου δημιουργήθηκαν τον Φεβρουάριο του 2004... Συνάντησα στο Νέο Χωρίο Κυθρέας τον 90χρονο από τη Μελάθκια της Πάφου και μού έλεγε για το άρωμα που είχαν τα φρούτα στο χωριό του, ενώ εκείνα του Νέου Χωρίου δεν λένε τίποτε. Συνάντησα τον 75χρονο από τη Ζαχαριά της Πάφου στο Αγριδάκι της Κερύνειας, να μου λέει για τα νερά του χωριού του και να λυπάται για τα μάλια του, που τα άφησε πίσω... Μα είναι και οι πρόσφυγες από το Νέο Χωρίο Κυθρέας που συνέχεια μού λένε για τα κραμπιά της Κυθρέας, για τις καυκαρούες που δεν υπάρχουν ποδά, τους Αγριδακιώτες που μου λένε πόσο όμορφος ήταν ο τόπος τους, που είχε απ’ όλα, όμως ποδά είναι αλλιώς... Και όλων στην κυπριακή ελληνική ένα τελικά το σύνθημα «Σαν τον τόπο του πλασμάτου εν έσσιει».
Και να! 20 χρόνια μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων, που όλα αλλάζουν στα Κατεχόμενα, με ρυθμούς ραγδαίους, που ερείπια μόνο έμειναν στα τ/κ χωριά της Πάφου, αλλά ο τόπος παραμένει διαιρεμένος, στο χάρτη και στη γη, αλλά και στις συνειδήσεις πολλών.
Είκοσι χρόνια μετά προσωπικά δεν έχω απαντήσεις στα δικά μου γιατί, και αποφεύγω να κοιτώ στα μάτια πρόσφυγες, Ε/κ και Τ/κ, γιατί δεν ξέρω αν μπορώ να τους κοιτάζω και να μην μπορώ να πω τίποτα. Όπως την κα Θάλεια 90 χρόνων που μου είπε πως όταν κλείνει τα μάτια της βλέπει όρομαν το χωρκό της και όταν ξυπνά κρούζει η καρκιά της.
Είκοσι χρόνια μετά και ακόμα ο τόπος πασχίζει να βγάλει αρώματα από τη γη του, μια γη σπαρμένη με οστά, ποτισμένη με χολή και που οι πολιτικοί ένθεν και ένθεν της Πράσινης Γραμμής αδυνατούν να βρουν λύση και σε εθνικά μνημόσυνα και κηδείες τάζουν, υπόσχονται και ταυτόχρονα κοιτούν το ρολόι τους για την επόμενη υποχρέωσή τους.