
Του Απόστολου Κουρουπάκη
Η παράσταση «Ρωμαίος και Ιουλιέτα: μια παράσταση που δεν έγινε ποτέ» είναι σύμπραξη της ΕΘΑΛ με την Audere Productions και με την ομάδα Point To Contemporary Theater. Πρόκειται για σύγχρονη διασκευή του σαιξπηρικού έργου, σε διασκευή των Μιχάλη Κολοκοτρώνη και Σοφίας Μαυρομιχάλη, οι οποίοι επίσης σκηνοθετούν την παράσταση. Πρόκειται για μία ενδιαφέρουσα θεατρική πρόταση, και με ευρηματικό τρόπο συνδέει την τραγική ιστορία των δύο νεαρών εραστών της Βερόνας, με τα πολιτικά πάθη των χρόνων του Πολυτεχνείου το 1973.
Μάρτιος 1973, φοιτητές της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών προσπαθούν να ανεβάσουν ένα έργο το οποίο θα μπορέσει να ξεφύγει από τη λογοκρισία της Χούντας, εγχείρημα που όμως σκοντάφτει στους δύο ερασιτέχνες ηθοποιούς που καλούνται να ενσαρκώσουν τους κεντρικούς ήρωες, οι οποίοι προέρχονται από οικογένειες διαφορετικού πολιτικού προσανατολισμού, όπως ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα, στο έργο του Σαίξπηρ. Πρόβες για μία παράσταση που δεν έγινε ποτέ, όμηροι οι φοιτητές, όπως και οι σαιξπηρικοί ήρωες, στις πολιτικές του καιρού τους, όχημα για την αντίστασή τους, ο έρωτας, που θεωρείται πράξη επαναστατική.
Η αγωνία της συνεύρεσης επί σκηνής των δύο νεαρών, όπως και των σαιξπηρικών ηρώων, νομίζω πως είναι η κεντρική ιδέα πάνω στην οποία χάραξαν την παράσταση ο Μιχάλης Κολοκοτρώνης και η Σοφία Μαυρομιχάλη, έχοντας στη διάθεσή τους μία ομάδα ηθοποιών (Γιώργος Ευαγόρου, Ραφαέλλα Καβάζη, Μιχάλης Καζάκας, Άνθη Κάσινου, Αλέξανδρος Κυριαζής, Νίκος Μανωλάς και Παναγιώτα Μαραγκού), ομάδα που ακολούθησε το μονοπάτι των σκηνοθετών και κατάφεραν με τις ερμηνείες τους να μην παρεκκλίνουν από αυτό. Οι ερμηνείες των Άνθης Κάσινου και Νίκου Μανωλά, ως των δύο ερωτευμένων φοιτητών και ως Ιουλιέτας και Ρωμαίου, απέπνεαν ταυτόχρονα την αφέλεια της νεανικότητας αλλά και την πίστη πως τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν, αρκεί να πολεμήσει κανείς γι’ αυτά. Κανείς από τους δύο –και το θεωρώ σημαντικό– δεν προσπάθησε (θα υπήρχε φυσικά και σχετική σκηνοθετική οδηγία) να γίνει σαιξπηρικός ήρωας. Το ίδιο ισχύει φυσικά και για τους/τις υπόλοιπους/ες ηθοποιούς, οι οποίοι όλοι κατάφεραν να αποδώσουν επί σκηνής τους χαρακτήρες τους με ερμηνευτική σταθερότητα και σε ισορροπία ο ένας με τον άλλο. Κατάφεραν εν ολίγοις οι Κολοκοτρώνης και Μαυρομιχάλη να δημιουργήσουν ένα συμπαγές σύμπαν σε δύο διαφορετικούς χωροχρόνους, με τις ερμηνείες των ηθοποιών να είναι οργανικά δεμένες μεταξύ τους. Σε αυτούς τους ενδιαφέροντες κόσμους πολύ σημαντική ήταν η συμβολή και των υπόλοιπων συντελεστών της παράστασης. Τα σκηνικά του Γιώργου Γιάννου εξυπηρετούσαν τους σκοπούς της παράστασης, και ξεχωρίζω ιδιαίτερα το εξομολογητήριο. Άλλωστε και η ιδέα της τριχοτόμησης του πατέρα Λαυρέντιου, ως ένα πολιτικό τρίπτυχο, ήταν αρκετά ενδιαφέρουσα. Τα κοστούμια του Κωνσταντίνου Νατιώτη επίσης λειτουργούσαν, ιδιαίτερα αυτά που οι ηθοποιοί έφεραν ερμηνεύοντας το σαιξπηρικό έργο. Πολύ όμορφη και μελετημένη η μουσική σύνθεση και εν γένει η μουσική επιμέλεια του Δημήτρη Σπύρου. Επίσης, η κίνηση και οι χορογραφίες του Αλέξανδρου Κυριαζή δούλεψαν σε εξαιρετικό βαθμό, δίνοντας στην παράσταση μια αέρινη και ατμοσφαιρική διάσταση. Ο σχεδιασμός φωτισμών του Βασίλη Πετεινάρη, τα ειδικά εφέ του Χριστόδουλου Μαρτά και οι μάσκες της Ευαγγελίας Ονουφρίου πρόσθεταν στο όλο εγχείρημα –αν και η χρήση του εφέ καπνού ήταν υπερβολική.
Η Σοφία Μαυρομιχάλη και ο Μιχάλης Κολοκοτρώνης, με τόλμη, χρήσιμη για το θέατρο, αντίκρισαν το κείμενο του Σαίξπηρ, και το αντιμετώπισαν με μια νέα ματιά. Σίγουρα δεν πειραματίστηκαν για χάρη του πειραματισμού, και αυτό το θεωρώ πολύ σημαντικό, αναμετρήθηκαν όμως με το κείμενο ενός εμβληματικού έργου, ζυγίστηκαν – και ζύγισαν τα πράγματα– και σίγουρα δεν βρέθηκαν ελλιπείς.