Του Απόστολου Κουρουπάκη
Επισκέφθηκα πριν από καιρό αρχαιολογικό χώρο στην Αγία Ειρήνη της Κερύνειας, υπήρχε περίφραξη, ενημερωτική πινακίδα, και φυσικά οι θολωτοί τάφοι… Φυσικά, στο έμπα του χωριού δέσποζαν τα πήλινα αγαλματίδια/ειδώλια σε φυσικό μέγεθος που είχαν ανακαλυφθεί από τη Σουηδική Αποστολή το 1929. Δεν σταμάτησα για να μπω στο μάλλον μουσείο, αλλά εκείνα τα αγαλματίδια δεν ήταν και ό,τι πιο ελκυστικό… Λίγο καιρό πιο πριν είχα επισκεφθεί το Αρχαιολογικό Μουσείο της Μόρφου, που στεγάζεται στο πρώην Επισκοπικό Μέγαρο, στον ναό του Αγίου Μάμα είναι το Μουσείο Εικόνων. Η κατάσταση του μουσείου μάλλον κακή, σίγουρα υπήρχε για να υπάρχει…
Στο Τρίκωμο δεν ήταν ανοικτό το Μουσείο Εικόνων, που στεγάζεται στην εκκλησία της Θεοτόκου, παρόλο που ο υπάλληλος του τουριστικού γραφείου πληροφοριών, που στεγάζεται στον ναΐσκο του Αγίου Ιακώβου, έκανε ό,τι μπορούσε για να ανοίξει έστω και για λίγο… Δυστυχώς, ούτε η παλαιοχριστιανική Βασιλική της Αγίας Τριάδας στην Καρπασία ήταν επισκέψιμη, όταν πήγα στο χωριό… Αρχαιολογικοί χώροι και ιστορικοί ναοί που κακόπαθαν, και μαζί με τον πόνο των ανθρώπων, πονούν και τα πράγματα… «Χωρίς να το μάθει ποτέ, εδάκρυσε, ίσως γιατί έπρεπε να δακρύσει, ίσως γιατί οι συφορές έρχονται» (Κ. Καρυωτάκης «Χαμόγελο», στη συλλογή «Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραμάτων»), σκέφτηκα τότε.
Πάντα όμως υπάρχουν ακτίνες αισιοδοξίας, ή έστω ελπίδας ότι τα πράγματα έχουν και την άλλη όψη – σίγουρα όχι την πιο καλή. Έτσι το σκέφτομαι, όταν διαβάζω ότι επιστρέφουν στον τόπο αρχαιολογικοί και εκκλησιαστικοί θησαυροί, έρχονται εγγύτερα του τόπου από τον οποίο ξεριζώθηκαν.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα στοιχεία του Τμήματος Αρχαιοτήτων, το τελευταίο εξάμηνο έχουν επαναπατριστεί εκατοντάδες αρχαία αντικείμενα, τα οποία έχουν παρανόμως εξαχθεί από την Κύπρο τον 20ό αιώνα ή έστω εκμεταλλευόμενοι οι ειδικοί ελαστικές νομοθεσίες της εποχής, ειδικά μετά το καλοκαίρι του 1974. Πρόσθετα από αυτά τα αντικείμενα περιλαμβάνονται και εκκλησιαστικοί θησαυροί τους οποίους έχει ανακτήσει η Εκκλησία της Κύπρου και αυτοί αφορούν κυρίως αντικείμενα που έχουν υφαρπάξει τα πρώτα χρόνια μετά το 1974 επιτήδειοι από τις εκκλησίες στα Κατεχόμενα. Η τουρκική εισβολή το καλοκαίρι του 1974 ήταν και για την αρχαιολογία και την ιστορία του νησιού καθοριστική. Μόνο την περίπτωση του Τούρκου αρχαιοκαπήλου Αϊντίν Ντικμέν να δει κάποιος καταδεικνύεται του λόγου το αληθές. Τα σπουδαία ψηφιδωτά της Κανακαριάς, οι τοιχογραφίες του αγίου Ευφημιανού στη Λύση Αμμοχώστου, του Αντιφωνητή, για παράδειγμα, και πολλές άλλες αρχαιότητες και μνημεία είχαν κακή τύχη μετά την εισβολή και ευτυχώς βρέθηκε ο τρόπος τουλάχιστον να επιστρέψουν στο νησί, και να βρουν στέγη στο υπό ανακαίνιση Βυζαντινό Μουσείο της Αρχιεπισκοπής.
Φαίνεται πως το Τμήμα Αρχαιοτήτων και η Εκκλησία της Κύπρου κάνουν καλή και συστηματική δουλειά και αυτό θα πρέπει να τους πιστωθεί. Υπάρχει το νομοθετικό πλαίσιο και αυτό αξιοποιείται όπως πρέπει, άρα νομίζω πως ο δρόμος για την επιστροφή και άλλων αντικειμένων είναι ανοικτός – σίγουρα όμως όχι εύκολος. Είναι σημαντικό λοιπόν να προστατεύεται ο πολιτιστικός πλούτος της Κύπρου, ο οποίος έχει υποστεί σοβαρά πλήγματα, όσο και αν στέκεται ανάχωμα η δικοινοτική Τεχνική Επιτροπή για την Πολιτιστική Κληρονομιά, η οποία δείχνει συνεχώς έργο ένθεν κακείθεν της Πράσινης Γραμμής, τη συμπράξει Ε/κ και Τ/κ, ανθρώπων που αγαπούν ίσα αυτόν τον τόπο.
Πιστεύω πως το υφυπουργείο Πολιτισμού, διά του αρμοδίου Τμήματος Αρχαιοτήτων, αλλά και μέσω της Εθνικής Επιτροπής για την Πάταξη της Σύλησης και της Παράνομης Διακίνησης Πολιτιστικής Κληρονομιάς και η Εκκλησία της Κύπρου, θα συνεχίσουν το σημαντικό έργο τους. Είναι υπόθεση όλων.