Του Απόστολου Κουρουπάκη
Άραγε τι να σημαίνει μία επίσκεψη στα κατεχόμενα χωριά και κωμοπόλεις της βόρειας Κύπρου; Πόσο σημαντικό είναι να τα επισκέπτεται κανείς; Τι προσφέρει μία περιήγηση, ένα οδοιπορικό σε εκείνα τα μέρη, που εν μια νυκτί έγιναν άλλος Τόπος, ένας φαντασιακός τόπος σήμερα; Μνημεία, εκκλησιαστικά κατά κύριο λόγο, αρχαιολογικοί χώροι δευτερευόντως, αλλά και λαϊκή αρχιτεκτονική, τι γίνεται με αυτά; Διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς, συντήρηση, νέες χρήσεις, κανονικά μνημεία και τουριστική ατραξιόν. Ένας πολιτιστικός κόσμος που χάνεται, άλλος πολιτιστικός κόσμος που διατηρείται, γιατί πάει πολύ να χαθεί.
Δεν πρέπει να εργαλειοποιούνται τα μνημεία λένε κάποιοι, και συμφωνώ μαζί τους, αλλά πόσο εύκολο είναι να αποστασιοποιείται κανείς από τις μνήμες που αυτά εκπέμπουν. Ίσως για εμένα να είναι πιο εύκολο, διότι τα αντικρίζω με περιέργεια μικρού παιδιού, τα κοιτάζω και είναι σαν να θέλω να παίξω μαζί τους... δεν μου προκαλούν κάποιο συναίσθημα... παρά μόνο όταν μου μιλήσουν, διότι και οι τοίχοι, και τα ξύλα και η πέτρα έχουν τη δική τους λαλιά. Πολλές φορές αυτοί οι κέραμοι, αυτοί οι πλίνθοι, αυτά τα ξύλα, τα ατάκτως ερριμμένα κρύβουν καλά την ιστορία τους, αλλά θέλουν τον χρόνο τους για να σου τη διηγηθούν. Τότε αρχίζω να σκέφτομαι αλλιώς κι εγώ τον τόπο, αλλά πάντα προσπαθώ να μην πιάνω μαζί τους φιλίες, γιατί είναι δύσκολη σχέση αυτή και εύκολα μπορεί να σε χειραγωγήσουν αυτά τα ατάκτως ερριμμένα αντικείμενα, αυτά τα μνημεία που η λαλιά τους δεν μπορεί πλέον να ακουστεί, διότι ο κρότος και η κλαγγή των όπλων είναι πιο δυνατά.
Άλλα πάλι είναι ζωντανά, μα μοιάζουν μαραμένα, και καμιά φορά στέκουν σαν θλιμμένα, σαν να θέλουν να πουν κάτι, αλλά να μην το αποφασίζουν, γιατί δεν ξέρουν στο κάτω-κάτω της γραφής πώς είναι καλύτερα να ειπωθούν οι ιστορίες τους.
Από την άλλη τι σημαίνει μνημείο; Είναι η μνήμη μία σταθερά στη ζωή μας; Μία εκκλησία, ένα μοναστήρι, ένα ξωκκλήσι, ένα αγροτόσπιτο είναι μνημείο γιατί απλώς θυμίζει κάτι ή τιμάει ένα γεγονός ή ένα πρόσωπο; Πότε ξεθωριάζει η μνήμη; Πώς διατηρείται η μνήμη και το μνημείο; Εν προκειμένω για τα από εκεί μνημεία μας τι πρέπει να γίνει από πλευράς της Πολιτείας; Να διασώσει επεμβαίνοντας δεν μπορεί, μπορεί όμως να ενισχύσει προγράμματα σχετικά, αξιοποιώντας επιστημονικό προσωπικό, νέους ανθρώπους. Να βρεθούν τρόποι να ενώσουμε τις μνήμες αυτού του τόπου, εκτός και αν έχουμε αποφασίσει πως ό,τι πέρασε πέρασε, και πρέπει από την αρχή να τα φτιάξουμε όλα. Θα πρέπει όμως να τα πάρουμε όλα από την αρχή, και να διαγράψουμε όλα τα παλιά, ως μη γενόμενα... Δεν ξέρω αν είναι εύκολο να συμβεί κάτι τέτοιο, αν και σε πολλές περιπτώσεις αυτό συμβαίνει προϊόντος του χρόνου, σχεδόν προγραμματικά, χωρίς τη βίαιη ανθρώπινη παρέμβαση. Δεν είναι δύσκολο να το διαπιστώσει κανείς, αρκεί μία επίσκεψη στα Κατεχόμενα, ή αν δεν θέλει να περάσει τα οδοφράγματα, στα τ/κ χωριά στις ελεύθερες περιοχές.
Ό,τι δεν έκανε ο άνθρωπος, το έκανε ο χρόνος και ο χρόνος δεν καταλαβαίνει από πολιτική, είναι αμείλικτος. Λένε οι παλιοί πως ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός, και ίσως και ο πιο αποτελεσματικός πολιτικός, τον οποίο αξιοποιούν συνήθως προς όφελός τους οι πιο υπομονετικοί. Άραγε τι επίγευση μπορεί να αφήσει σε κάποιον ένα συλημένο νεκροταφείο, μια κατεστραμμένη εκκλησία ή ένα τζαμί; Δεν ξέρω, κάθε φορά αναρωτιέμαι και θέτω στον εαυτό μου ένα σωρό ερωτήσεις, και δυσκολεύομαι να τις απαντήσω. Ο χρόνος, σκέφτομαι, δεν είναι τίποτε άλλο παρά φυσική διεργασία, είναι η βροχή, η σκόνη, ο αέρας, ο ήλιος, είναι όλα ευεργετικά, μα ταυτόχρονα εχθροί της μνήμης.
Άραγε γιατί αξίζει να επισκεπτόμαστε τις συλημένες εκκλησίες και τα ανεσκαμμένα μνήματα στα κατεχόμενα χωριά και κωμοπόλεις μας; Γιατί αξίζει να αναζητάμε τη μνήμη του τόπου; Είναι άραγε όλα αυτά απαραίτητα συστατικά για το αύριο αυτού του τόπου; Θέλουμε να έχουμε μνήμη, για ό,τι υπήρξε ή απλώς τη χρησιμοποιούμε ως εργαλείο κατά πως μας βολεύει κάθε φορά;
Αυτές είναι οι σκέψεις μου μετά από το πρόσφατο ταξίδι μου στα Λιβερά, την Όρκα, τον Διόριο και τη Βασίλεια της Κερύνειας, αναζητώντας πλίνθους, κέραμους και ξύλα σε μια φρεσκονοτισμένη γη. Και εκεί ψηλά στους πρόποδες της κορυφής του Κόρνου στον Πενταδάκτυλο έμεινα να τον κοιτώ και να ακούω τους απόκοσμους ήχους της φύσης, αναλλοίωτους ακόμα... και να αναρωτιέμαι τι εστί μνήμη και μνημεία, άραγε αυτά μπορούν να μείνουν αναλλοίωτα, όπως ο βράχος του Κόρνου;