Είναι μεσημέρι, βρίσκομαι στο Δημοτικό Κέντρο Τεχνών, κάθομαι σε ένα παγκάκι στη μεγάλη αίθουσα, γύρω μου οι πίνακες της έκθεσης “Φανερώματα”, τα “συναπαντήματα” δηλαδή των ζωγράφων του τόπου μας με το αλλόκοσμο και το ονειρικό, τα παρατηρώ ένα-ένα και η αύρα τους απομακρύνει σιγά σιγά τη σκόνη της πόλης από το δέρμα μου. Περιμένω το μυαλό να ησυχάσει και μόνο τότε δοκιμάζω να ανεβώ στο άλογο του Φραγκουλίδη, να βυθιστώ στο βαθύ κόκκινο της Νικοδήμου, να πετάξω μέχρι τα δύο φεγγάρια της Βέρας Χατζηδά και να κρυφτώ στα κοχύλια του Πεσλίκα.
Τα κοχύλια είναι “η φύση που φαντάζεται” γράφει ο Μπασελάρ και κατανοεί όπως λέει το “σπείρωμα ενός κοχλία ως αποτύπωμα συμπαντικών δονήσεων”, μ’ αρέσει η προσέγγισή του, τη σημειώνω. Σ’ αυτές τις συμπαντικές δονήσεις είναι που θέλω να αφεθώ “βουτώντας” πότε στη μια ζωγραφιά και πότε στην άλλη, και ίσως τελικά αυτό να είναι πια το ζητούμενο μου, μια απόκοσμη ευθυγράμμιση, πόσο μάλλον τώρα που πλησιάζουν τα γενέθλια μου και φτάνω στη μέση του καιρού. Πέρσι τα χρόνια μου τα γιόρτασα με ένα πάρτι, ήτανε η ανάγκη μου να γλεντήσω για την αρρώστια που έφυγε, φέτος αλλιώς τη φαντάζομαι τη γιορτή, με βαθιές εισπνοές και εκπνοές και ενεργοποιημένες τις αισθήσεις που διανοίγουν κανάλια επικοινωνίας με το μυστήριο, αυτή είναι η επιθυμία μου, να σταθώ επιτέλους θαρρετή μπροστά στο ανεξήγητο και να διατηρήσω επαφή μαζί του. “Αποδειχθήκαμε οι άνθρωποι τόσο φοβιτσιάρηδες σ’ αυτό το σημείο”, γράφει ο Ρίλκε “που αυτό έβλαψε ανείπωτα τη ζωή και όλα εκείνα που ονομάζουμε φαντασίες και οράματα, ολόκληρος ο “κόσμος τον πνευμάτων”, όπως τον λένε, ο θάνατος και όλα τα τόσο συγγενικά και ομοούσια με μας πράγματα, τα διώξαμε με την καθημερινή αντίστασή μας τόσο μακριά από τη ζωή, ώστε οι αισθήσεις μας που θα μπορούσαν να τα συλλάβουν ατρόφησαν και μαράθηκαν”.
Γι’ αυτές τις αισθήσεις που ατρόφησαν και μαράθηκαν είναι που έχω έγνοια όσο μεγαλώνω και δεν εννοώ σε επίπεδο προσωπικό, μιλώ για τη συλλογική μας αδιαφορία που τις παραμερίζει, απρόθυμη να κατανοήσει πως “προκειμένου να δεχτούμε την υπόσταση μας όσο γίνεται πιο πλέρια, το ακατανόητο πρέπει να είναι εκεί, αλλιώς φτωχαίνει η ύπαρξη, φτωχαίνουν οι σχέσεις των ανθρώπων, ο φόβος τις τραβάει έξω από ποτάμι των απέραντων δυνατοτήτων και τις ρίχνει σε μια σίγουρη γωνιά της ακροποταμιάς”*.
Αυτά συλλογιέμαι όσο περιφέρομαι με κινήσεις κυκλικές πρώτα στη μεγάλη αίθουσα και ύστερα στην πιο μικρή, το βλέμμα μου συνεχίζει ωστόσο παρά τις παρεμβάσεις του μυαλού να αγγίζει όλα τα χρώματα και τα σχήματα και να απλώνεται μέχρι το βουνό που συνδέει τον άνθρωπο με τον ουρανό, το δέντρο που στέκει σαν άξονας του κόσμου, τον κύκλο που φωτίζει, το φως που δημιουργεί και την πύλη που ελευθερώνει διαίσθηση και υποσυνειδήτο. “Αυτό είναι που με συγκινεί στην έκθεση” λέω στην Ε., και είμαστε τώρα στο επόμενο απόγευμα, καθόμαστε σε ένα μικρό καφέ δίπλα στο Δημοτικό Κέντρο, εκείνη πίνει κρασί, εγώ μπύρα και μοιραζόμαστε σκέψεις του σούρουπου. “Τόσο η ιδέα όσο και τα ίδια τα έργα έχουν μια πνευματικότητα”, της λέω, συμφωνεί, αυτό δε συμβαίνει συχνά, λέω μετά, τέτοια έχει γίνει η πραγματικότητα μας, “ευαίσθητη" τόσο-όσο να παραμένουμε σε απόσταση ασφαλείας από το ανεξήγητο. Μένουμε για λίγο σιωπηλές, κοιτάμε τον ήλιο που φεύγει και το φεγγάρι που έρχεται και ξαφνικά η Ε. θυμάται πως την επαύριο έχω γενέθλια, με ρωτάει πώς αισθάνομαι που μεγαλώνω, "δεν έχω ιδέα”, ακούω τον εαυτό μου να της απαντά και η παραδοχή μου μου μοιάζει αβιάστα απελευθερωτική, όπως ένα ποτάμι που κυλάει προς τη θάλασσα των άπειρων δυνατοτήτων…
*‘‘Γράμματα σε έναν ποιητή”, Ράινερ-Μαρία Ρίλκε