Του Παναγιώτη Καπαρή
«Μωραίνει Κύριος ον βούλεται απολέσαι…» δηλαδή αποβλακώνει ο Θεός, όποιον θέλει να καταστρέψει, λέει η λατινική φράση, η οποία έγινε στην συνέχεια ελληνική και παγκόσμια. Δεν είναι δυνατό μια δράκα γενικοί διευθυντές του Δημοσίου ν’ απαιτούν ψίχουλα, όταν λαμβάνουν βασιλικούς μισθούς. Επιμένουν εδώ και χρόνια στο αίτημά τους να χρησιμοποιούν για όλο το 24ωρο τις υπηρεσιακές λιμουζίνες. Θύμα αυτής της επιμονής ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, το Υπουργικό Συμβούλιο, αλλά και κόμματα, οι οποίοι είπαν και ξείπαν, λόγω των καλών αντιδράσεων ορισμένων βουλευτών. Τελικά έγιναν όλοι ρεζίλι και γενικοί διευθυντές και κυβέρνηση, αλλά και κάποιοι βουλευτές, για ένα ζήτημα το οποίο δεν έχει ουσιαστικό κόστος, αλλά μόνο μεγάλη συμβολική αξία.
«Μαζί με τα ξερά κρούζουν και τα χλωρά», λέει η κυπριακή παροιμία και πάει γάντι με τη θλιβερή, όσο και πικάντικη, ιστορία με τις λιμουζίνες. Άξιος γενικός διευθυντής, ο οποίος από πρωίας μέχρι νυκτός τρέχει για να προλάβει τη δουλειά, ή καλύτερα να υπηρετήσει την πατρίδα, επιμένει και χρησιμοποιεί το μεσαίο ιδιωτικό αυτοκίνητό του, για να μετακινείται από την επαρχιακή πόλη στην οποία διαμένει στη Λευκωσία, αλλά και σε διάφορες υποχρεώσεις, οι οποίες απορρέουν από τη θέση του. Ούτε να ακούσει φυσικά για την υπηρεσιακή λιμουζίνα. Οι μόνοι οι οποίοι γνοιάζονται είναι οι συγγενείς και οι φίλοι, οι οποίοι ρωτούν τάχα με περιέργεια: μα πού είναι η αμαξάρα.
Άξια γενική διευθύντρια, η οποία υπηρετεί με αλτρουισμό το δημόσιο συμφέρον, έλεγε ότι κατάφερε εξοικονομήσεις πολλών εκατομμυρίων ευρώ στο Δημόσιο, απλά αλλάζοντας περίεργες πρακτικές του παρελθόντος. Ούτε να ακούσει φυσικά για υπηρεσιακό αυτοκίνητο, αφού επιμένει να μετακινείται με το προσωπικό της, μεσαίο αυτοκίνητο. Ακόμη στα υπηρεσιακά ταξίδια του εξωτερικού, ποτέ δεν πάει πρώτη θέση και διαμένει σε ξενοδοχεία με λιγότερα αστέρια, όπως έχει το δικαίωμα από τους κανονισμούς του Δημοσίου. Οι εξοικονομήσεις ποτέ δεν καταλήγουν στην τσέπης της, αλλά πάντα στα δημόσια ταμεία.
Αξιοσημείωτη είναι η στάση της νέας προέδρου της Βουλής Αννίτας Δημητρίου, η οποία αποποιήθηκε του δικαιώματος για δεύτερο αυτοκίνητο συνοδείας, μείωσε τον αριθμό των φρουρών της, ενώ χρησιμοποιεί και το προσωπικό της αυτοκίνητο για προσωπικές και οικογενειακές στιγμές. Φυσικά σε καμία περίπτωση δεν παραγνωρίζει τα θέματα ασφάλειας, αφού είτε το θέλει, είτε όχι, αποτελεί τη δεύτερη τη τάξει αξιωματούχο του κράτους και σίγουρα γνωρίζει πολλά περισσότερα από όλους τους άλλους αξιωματούχους. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο παρελθόν πρόεδροι της Δημοκρατίας και πρόεδροι της Βουλής δεν λάμβαναν επιδόματα, είτε για ταξίδια, είτε για άλλους λόγους, τα οποία δικαιούνταν καθόλα νόμιμα. Άγνωστο για τους πολλούς, είναι και το γεγονός ότι μερικοί βουλευτές και αξιωματούχοι διέθεταν και διαθέτουν μυστικά το μεγαλύτερο μέρος των μισθών και των επιδομάτων τους, σε φιλανθρωπικούς σκοπούς και σίγουρα όχι για ψηφοθηρικούς λόγους.
Υπάρχει και η άλλη πλευρά του νομίσματος, με κάποιο «στριφνό» αξιωματούχο, ο οποίος πριν από αρκετά χρόνια, περίμενε για μία και πλέον ώρα μέσα στη λιμουζίνα του, κατακαλόκαιρο και καταμεσήμερο, κλητήρα ο οποίος στάθμευσε στον στεγασμένο χώρο στάθμευσης του αξιωματούχου για κάποια δουλειά του υπουργού. Μόλις επέστρεψε ο χαμηλόμισθος υπάλληλος, για να πάρει το επιβατικό αυτοκίνητο της υπηρεσίας, άκουσε τα εξ αμάξης από τον υψηλόμισθο αξιωματούχο. Ο άνθρωπος απολογήθηκε λέγοντας ότι δεν σκέφθηκε ότι θα ερχόταν και σημείωσε ότι απλώς βόλευε ο χώρος για να κάνει τη δουλειά του. Το γεγονός το πήρε είδηση ο υπουργός και ποιος τον είδε και δεν τον φοβήθηκε. Υπήρχε και η προϊστορία, αφού ο εν λόγω αξιωματούχος, είχε τη συνήθεια να στοιβάζει φακέλους, αντί να επιλύει προβλήματα.
Άλλος επικεφαλής μεγάλου ημικρατικού οργανισμού επέμενε να πλένεται σε ιδιωτικό πλυντήριο αυτοκινήτων, η υπηρεσιακή λιμουζίνα, δύο ή και τρεις φορές την εβδομάδα. Μια χειμωνιάτικη μέρα, έριχνε νερό με το τουλούμι και ο καλός κλητήρας τόλμησε να υποδείξει στον «μεγάλο» ότι βρέχει και ίσως δεν αξίζει το πλύσιμο του αυτοκινήτου. Αλλά ο «αρχηγός» επέμενε και άρχισε και τα μπινελίκια. Αλλά έχει ο καιρός γυρίσματα και ο μικρός άνθρωπος, έφυγε κακήν κακώς από τη θέση του.
Σοφός καφενόβιος, ο οποίος έφαγε τη ζωή με το κουτάλι και ακόμη δεν συνήλθε από τα χαστούκια της ζωής, έλεγε ότι η έννοια των διευθυντών δεν είναι τα αυτοκίνητα, αλλά οι γείτονες, οι φίλοι και οι συγγενείς, οι οποίοι θα βλέπουν τη λιμουζίνα και θα «κιστίζουν», θα ζηλεύουν δηλαδή. Άραγε άξιζε όλη αυτή η κατακραυγή του κόσμου για ένα τόσο μικρό προνόμιο; Οι παλαιότεροι έλεγαν παρά να σου βγει το όνομα, καλύτερα να σου βγει το μάτι και δεν είχαν καθόλου άδικο, αν κρίνει κανείς με τους σημερινούς κανόνες επικοινωνίας.