Του Παναγιώτη Καπαρή
Αράζεις στην πολυθρόνα της καφετέριας και απολαμβάνεις το ζεστό καφεδάκι με το γλυκάκι. Η κουβέντα με την καλή παρέα, εναλλάσσεται με την χριστουγεννιάτικη μουσική και όλα φαίνονται τέλεια. Και ξαφνικά εισβάλει στο χώρο, μια ομάδα από «τσιγγανάκια», κτυπώντας ακανόνιστα τα τρίγωνα τους και τραγουδώντας παράφωνα «σπαράγματα» από χριστουγεννιάτικα τραγούδια. Όλα φυσικά καταλήγουν στο κουτάκι συλλογής χρημάτων, το οποίο περιφέρεται από τραπέζι σε τραπέζι. Βάζεις το χέρι στην τσέπη, δίνεις λίγα κέρματα, για να «αγοράσεις τον καβγά» και να απαλλαγείς από τα «ενοχλητικά» παιδάκια. Μόλις αναχωρήσουν τα παιδιά, καταφθάνουν στις όμορφα στολισμένες καφετέριες, ατημέλητες γυναίκες, με χαρτιά στο χέρι, ζητώντας βοήθεια για τα άρρωστα παιδάκια τους. Φεύγουν και αυτές για να εισβάλουν νεαροί, οι οποίοι δηλώνουν ανάπηροι επαιτώντας και αυτοί χρήματα.
Οι επαίτες πηγαινοέρχονται και οι γκρινιάρηδες πελάτες της καφετέριας αρχίζουν να ρίχνουν πινελάκια, για τους πάντα ανώνυμους αρμόδιους. Οι νόμοι της πολιτείας απαγορεύουν την επαιτεία, επιβάλλουν την υποχρεωτική εκπαίδευση των παιδιών και απαγορεύουν την εργασία από παιδιά. Ωστόσο, ποιος θα τρέξει να συλλάβει τα παιδιά, να αναζητήσει γονείς και κηδεμόνες και τελικά να μπλέξει με ένα σωρό διαδικασίες, για φύλαξη και φροντίδα των παιδιών. Το πολυδαίδαλο σύστημα οδηγεί τους αρμόδιους να «παίζουν πελλόν» για να περάσουν. Από την άλλη οι ιδιοκτήτες και διευθυντές των καφετεριών, συχνά πυκνά, δίδουν χαρτονομίσματα στους ανεπιθύμητους επισκέπτες, για να γλιτώσουν από την γκρίνια και τις απειλές πελατών, ότι θα επιλέξουν άλλη καφετέρια.
Πίσω από τους νόμους, υπάρχει η συνείδηση, υπάρχει το θρησκευτικό αίσθημα, στο οποίο ποντάρουν πάντα οι επαίτες. Οι καλοκάγαθοι άνθρωποι βάζουν το χέρι στην τσέπη, έστω και αν είναι σχεδόν βέβαιοι ότι έχουν να κάνουν με «απατεωνίσκους» και πολλές φορές με κυκλώματα εκμετάλλευσης παιδιών. Μερικοί πιο ξύπνιοι, δοκιμάζουν να μάθουν τα παιδιά να «ψαρεύουν», ώστε να έχουν καθημερινώς φαγητό. Πρώτα δοκιμάζουν να κεράσουν τα παιδιά με ό,τι θέλουν από την καφετέρια, αλλά σχεδόν πάντα χωρίς αποτέλεσμα, αφού στόχος είναι μόνο τα χρήματα. Ακολούθως δοκιμάζουν να στείλουν τους μεγαλύτερους σε δουλειές, είτε σε υπεραγορές, είτε σε άλλες χειρονακτικές εργασίες. Ωστόσο και πάλι συναντούν ένα τεράστιο τοίχος άρνησης. Υπάρχουν και αυτοί οι οποίοι δοκιμάζουν να τηλεφωνήσουν στην Αστυνομία ή σε άλλες υπηρεσίες, αλλά και πάλι χωρίς αποτέλεσμα. Όλα αυτά την μέρα. Αλλά όταν έλθει η νύκτα και κλείσουν τα φώτα, οι τύψεις αρχίζουν κτυπούν κόκκινο. Στις βασανιστικές σκέψεις έρχονται φτωχά παιδάκια στους δρόμους, εικόνες και βιώματα από την προσφυγιά του 1974, εικόνες από τα πεινασμένα παιδιά της Αφρικής και το χειρότερο, οι εικόνες από τα καταφρονημένα παιδιά σε μεγαλουπόλεις, τα οποία βασανίζονται βλέποντας τους κακομαθημένους εκατομμυριούχους. Κόκκινο κτυπούν οι τύψεις την ώρα που κτυπούν οι καμπάνες για την χριστουγεννιάτικη Θεία Λειτουργία, ακόμη και την ώρα κατά την οποία οι μπάντες και δεκάδες παιδιά, τραγουδούν για τη γέννηση του Χριστού.
Ο χρόνος κυλά και ο κόσμος γυρνά και ξαφνικά αντιλαμβάνεσαι ότι το φορτωμένο με δώρα πλήθος στους δρόμους, δεν εκπέμπει τη χαρά την οποία συνήθως παινεύεται ότι βιώνει. Τα μάτια αποκαλύπτουν μελαγχολία, μοναξιά, άγχος και φόβο. Ένα κενό, μια αδιόρατη μοναξιά, κρύβεται πίσω από λουκούλλεια γεύματα και ατέλειωτες μετακινήσεις. Σε αυτή την τρέλα, προστίθεται και το ατέλειωτο παίδεμα των κινητών τηλεφώνων, τα οποία αντικατέστησαν τη ζεστή κουβέντα, με απρόσωπα μηνύματα και «παλαβά» σχεδιάκια.
Και τότε ξεκινά ενός άλλο είδους επαιτεία. Η επαιτεία ενός καλό λόγου, μιας καλής συντροφιάς και τελικά η επαιτεία για λίγα ψίχουλα αγάπης. Στην παραζάλη των ημερών, έρχονται στο προσκήνιο τα λόγια του αεικίνητου Θανάση Βέγγου: «έπρεπε να γεράσω αγόρι μου, για να μάθω τι είναι «ευτυχία»! Τελικά ευτυχία είναι ένα ζευγάρι χέρια, δύο χέρια σφιχτά δεμένα. Αυτά που θα σε αγκαλιάσουν, θα σε κρατήσουν, θα σε κοιμήσουν, θα σε περιποιηθούν, θα σου μαγειρέψουν, θα σε χαϊδέψουν και στο τέλος θα σου κλείσουν τα μάτια. Τα πολλά χέρια απλά σε κατσιάζουν. Είναι απλά, χάσιμο χρόνου. Θα το δεις κι εσύ όσο μεγαλώνεις». Υπάρχει και ο δρόμος του θαύματος και μάλιστα εκεί που δεν το περιμένεις. Ο Χριστός που γεννάται σήμερα, όπως ψάλλει η Εκκλησία, γεννιέται στις ψυχές των ανθρώπων, οι οποίοι δεν κρατούν την ομπρέλα του εγωισμού. Αρκεί ο άνθρωπος να πει με την ψυχή του: «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη...». Τότε το θαύμα φανερώνεται. Τότε η χαρά έρχεται στη γη. Τότε ο άνθρωπος ανεβαίνει στον ουρανό. Τότε ο φόβος και η κόλαση διαλύονται. Και τότε ο παράδεισος της αγάπης και της ευτυχίας βασιλεύουν. Τόσο απλά…