Του Παναγιώτη Καπαρή
Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος το 1970 έγραψε το περίφημο τραγούδι: «Έχω ένα καφενέ / Στου λιμανιού την άκρη / Τον έχτισε το δάκρυ / Αυτών που μένουνε / Και περιμένουνε …». Το 2000 ο Δημήτρης Αποστολάκης έδωσε συνέχεια: «Μες στον δικό μας τον καφενέ / καυγάδες, γέλια, κρασί και ζάλη, / εδώ πεθαίνουν έρωτες μεγάλοι / κι εμείς τους κάνουμε τραγούδι κι αμανέ,/ αχ ουρανέ / πες μου το ναι / κι έμπα κι απόψε στο δικό μας καφενέ...». Ο αέναος κύκλος της ζωής, ο ατέλειωτος πόνος του βίου, οι έρωτες και οι θάνατοι, η αιώνια ελπίδα της Ανάστασης, σε ατέλειωτες μικρές και μεγάλες στιγμούλες, οι οποίες διαρκούν, όσο διαρκεί μια αστραπή, όπως θα έλεγε και ο σπουδαίος Νίκος Καζαντζάκης.
Οι αρχαίοι Έλληνες οι οποίοι είπαν τα πάντα, «φιλοσοφώντας μετ’ ευτελείας και άνευ μαλακίας», κάθονταν στην αγορά, στους καφενέδες της εποχής και παρατηρώντας τους ανθρώπους, κατέγραψαν τους αιώνιους κανόνες της ανθρώπινης ζωής. Η αγορά της αρχαίας Ελλάδας συνεχίζεται μέχρι και σήμερα σε όλες τις πλατείες και σε όλα τα εστιατόρια και τα καπηλειά της χώρας. Οι κουβέντες, οι αναλύσεις και οι αντιπαραθέσεις χωρίς αιτία, μεταξύ αγνώστων ανθρώπων, αποτελούν την καλή συνήθεια. Αποτελούν την καλύτερη ψυχοθεραπεία, όπως λέει και οι διπλωματούχοι του είδους. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι ο ελληνισμός έχει το χαμηλότερο ίσως ποσοστό αυτοκτονιών και καταθλίψεων σε όλο τον κόσμο.
Οι πολιτικοί και οι δημοσιογράφοι ξέρουν πολύ καλά, ότι οι σημαντικότερες αλήθειες λέγονται στα καφενεία και στα λαϊκά εστιατόρια, με φαγητά και «βαρετά» ποτά. Κανένα πρόβλημα δεν λύνεται, λένε «αυτοί που ξέρουν τα πολλά και ο νους τους κατεβάζει», αν δεν θολώσει το μυαλό και αν δεν αποκαλυφθούν πικρές αλήθειες. Σε πολλές πρώην ανατολικές χώρες, εκδιώκονται από τα γλέντια, άτομα τα οποία αρνούνται να ακολουθούν στην οινοποσία. Λένε ότι αφού κάποιος αρνείται να πιει, τότε κάτι θέλει να κρύψει. Ακόμη και το περίφημο τσούγκρισμα των ποτηριών ξεκίνησε τον μεσαίωνα, από τον φόβο της δηλητηρίασης. Κατά το τσούγκρισμα των μεταλλικών, τότε ποτηριών, μικρή ποσότητα οίνου, «μεταπηδούσε» από το ένα, στο άλλο ποτήρι και έτσι ήταν όλοι σίγουροι, για την ασφάλειά τους.
«Καφενείο η ζωή μας όλη», όπως ψιθυρίζουν πολλοί λαβωμένοι της ζωής στα καφενεία, οι οποίοι βρίσκουν απαντήσεις και παρηγοριά, στα χαζολογήματα, στα πειράγματα, στα γέλια και κυρίως στο μυστικό στο άγγιγμα των ψυχών. «Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου» λένε αυτοί που έπαθαν και έμαθαν, προδομένοι από αδελφούς, φίλους και εχθρούς, αλλά πρωτίστως από τον ίδιο τον εαυτό τους. Είναι οι ίδιοι άνθρωποι, οι οποίοι βρίσκουν παρηγοριά και ελπίδα, βρίσκουν φως και χαρά, σε άγνωστους ανθρώπους, σε ειλικρινή πλάσματα και κυρίως σε φωτισμένες μορφές.
Με την εισβολή του διαδικτύου και των κινητών τηλεφώνων, κυρίως η νέα γενιά πολεμά για να ανατρέψει μια παράδοση αιώνων. Ευτυχώς οι νέοι συνεχίζουν να κατακλύζουν τα εστιατόρια και καφετέριες, ακόμη και για να διαβάσουν, παρόλο που έχουν την κακή συνήθεια να «κουβεντιάζουν» μέσα από τα λεγόμενα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης και όχι πρόσωπο με πρόσωπο. Είναι και αυτό, ένα είδος σύγχρονης τρέλας, η οποία φαίνεται να είναι υποχωρεί με την «άνοδο» της ηλικίας. Οι μεγαλύτεροι ήδη άρχισαν και βαριούνται τα «μαραφέτια», τα οποία δεν τους αφήνουν να ησυχάσουν. Πάντως, μια από τις συμβουλές των ψυχολόγων σε άτομα, που παθαίνουν εξάρτηση, μέχρι τρέλας, με τα κινητά τηλέφωνα, είναι να ακυρώσουν όλες τις ειδοποιήσεις, να θέτουν στο αθόρυβο το τηλέφωνο και να ελέγχουν κατά τακτά χρονικά διαστήματα τις κλήσεις και τα μηνύματα.
Αποτελεί μια ζωντανή θεατρική κωμωδία να κάθεσαι στην άκρη μιας καφετέριας και να παρακολουθείς τι συμβαίνει με νεανικές παρέες. Λεβέντες νεανίσκοι και λυγερόκορμες κορασιές, με αγαλματένια σώματα, ελέω γυμναστηρίων, σκύβουν συνεχώς, σαν τους καλόγερους και τις καλογριές και πατούν μετά μανίας, ενίοτε και με τα δάκτυλα και των δύο χεριών, τις οθόνες των κινητών τηλεφώνων. Κατά διαστήματα ανοίγουν και το στόμα τους, για να μιλήσουν μια παράξενη διάλεκτο, η οποία είναι βυθισμένη στην κυπριακή διάλεκτο, αναμεμειγμένη με την νεοελληνικής αργκό. Από αυτή την κωμωδία, λείπει το φλερτ, απουσιάζουν τα λάγνα βλέμματα, τα αδιόρατα αγγίγματα και γενικά η ερωτική διάθεση. Λες και ένα αόρατο χέρι «ευνούχισε» το καλύτερο δώρο του Θεού στους ανθρώπους. Αλλά σίγουρα η δύναμη της φύσης είναι πάνω από τα «διαλομηχανήματα». Ο Μιχάλης Γκανάς κάτι παραπάνω ήξερε όταν έγραψε « χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια / μόνο τρόπο να κοιτάνε…».