Κύριο Άρθρο
Το 2013 αποφασίστηκε η κοινή εποπτεία ως ένα πρώτο βήμα για τη δημιουργία της τραπεζικής ένωσης. Ως αποτέλεσμα, νέοι αυστηρότεροι κανόνες επιβλήθηκαν στις τράπεζες με ομοιόμορφο τρόπο που, αν και η περίοδος αποτελούσε μια ιστορική συγκυρία τα πρώτα χρόνια προκάλεσε σημαντικά προβλήματα στις οντότητες που δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν. Η ουσία όμως από την πρώτη στιγμή επικεντρώθηκε στην ανάγκη να δημιουργηθεί μια ενιαία τραπεζική αγορά έτσι ώστε ένα ευρώ, όπου και αν ήταν κατατεθειμένο, να είχε τη ίδια αξία.
Η ενιαία εποπτεία αφού προηγουμένως πέτυχε να ενισχύσει τις εποπτευόμενες οντότητες επέτρεψε τη μέγιστη δυνατή αποτελεσματικότητα της νομισματικής πολιτικής η οποία μετά το 2022 συγκέντρωσε τα φώτα της δημοσιότητας στη μάχη κατά του πληθωρισμού. Ακόμη και έτσι όμως, η πρόσφατη εμπειρία απέδειξε ότι η μετάδοση της νομισματικής πολιτικής δεν υπήρξε ομοιόμορφη σε όλες τις χώρες. Η κύρια αιτία για τις διαφοροποιήσεις που παρατηρήθηκαν και συνεχίζουν να παρατηρούνται έχει να κάνει με τον βαθμό ευρωστίας της κάθε τράπεζας ξεχωριστά.
Μία από τις πρώτες και κύριες ενέργειες της ενιαίας εποπτείας τα πρώτα χρόνια λειτουργίας της ήταν ο έλεγχος των τραπεζών και η απαίτηση για επιπρόσθετα κεφάλαια προκειμένου να καταστούν εύρωστες σύμφωνα με τα πρότυπα που είχαν αρχικά τεθεί. Σύμφωνα με τις μετρήσεις της ΕΚΤ ο μέσος δείκτης πρωτοβάθμιων κεφαλαίων στις 30/6/2023 ανερχόταν στο 15,7% και ήταν κατά 4,40% αυξημένος σε σχέση με την περίοδο που προηγείται της ενιαίας εποπτείας. Στα χρόνια του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού οι τράπεζες πέτυχαν να βελτιώσουν τους δείκτες ρευστότητας και κυρίως την ποιότητα των στοιχείων του ενεργητικού, περιορίζοντας αποφασιστικά τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Η ενιαία εποπτεία με την έναρξη των καθηκόντων της είχε να αντιπαρατεθεί με ένα ιδιαίτερα προβληματικό μοντέλο επιβολής κεφαλαιακών απαιτήσεων από τους εθνικούς επόπτες. Αξίζει να αναφερθεί ότι την περίοδο της εθνικής εποπτείας η επιβολή των κεφαλαιακών απαιτήσεων ήταν μερικώς συνδεδεμένη με τους κινδύνους που αντιμετώπιζαν οι τράπεζες (ποσοστό συσχέτισης 40%) σε αντίθεση με το τι συμβαίνει σήμερα (ποσοστό συσχέτισης 86%). Με άλλα λόγια, η περίοδος πριν το 2013 υπήρξε μια εποχή όπου οι καταθέτες δεν ήταν επαρκώς ασφαλισμένοι για τους κινδύνους που αναλάμβαναν οι τράπεζες στις οποίες είχαν εμπιστευτεί τα χρήματά τους.
Στην νέα εποχή του τραπεζικού συστήματος της Ευρωζώνης, η κοινή εποπτική προσπάθεια επιτρέπει την ανάδειξη και αντιμετώπιση των κινδύνων με έναν ενιαίο και συνεπή τρόπο. Σε αυτή τη συγκυρία η ανάγκη εστιάζεται στην ανάδειξη και αντιμετώπιση των ψηφιακών και κλιματικών κινδύνων που απειλούν το τραπεζικό σύστημα. Οι έλεγχοι εστιάζονται στο γεγονός ότι οι τράπεζες θα πρέπει να εντάξουν την κυβερνοασφάλεια και τη διαχείριση της κλιματικής κρίσης ψηλά στις προτεραιότητές τους. Συμπερασματικά, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η τραπεζική ένωση ακόμη και σε αυτήν την ατελή μορφή της, καταφέρνει να αναδείξει και να προετοιμάσει τις τραπεζικές οντότητες για τις πραγματικές απειλές που μπορεί να θέσουν ακόμη και την ίδια την επιβίωσή τους υπό αμφισβήτηση.
Η προηγούμενη δεκαετία υπήρξε περίοδος εμβάθυνσης της κοινής τραπεζικής εποπτείας. Η συνολική αποτίμηση είναι θετική και αποτυπώνει την αξία που μπορεί να προσφέρει η ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης. Εξάλλου όλοι γνωρίζουν ότι χωρίς ισχυρές τράπεζες, το ευρώ δεν θα μπορέσει να ανταγωνιστεί στο νέο περιβάλλον.