Κύριο Άρθρο
Η επανάληψη του σκηνικού που είχαμε κατά την πανδημία, όταν οι κυβερνήσεις αύξαναν το χρέος τους για να στηρίξουν την πραγματική οικονομία, θα πρέπει να αποφευχθεί. Η ανάγκη για μια νέα δημοσιονομική ένεση προς τα νοικοκυριά, για να αντιμετωπιστεί η ακρίβεια, δεν θα πρέπει να αφεθεί στα κράτη αποκλειστικά. Η απάντηση και σε αυτήν την πρόκληση θα πρέπει να είναι πανευρωπαϊκή, διαφορετικά θα επαναληφθούν σενάρια κατακερματισμού της ευρωζώνης με τις αποδόσεις των ομολόγων στις υπερχρεωμένες χώρες να «ξεφεύγουν». Προφανώς οι πληρωμές θα πρέπει να γίνουν σε εθνικό επίπεδο για να είναι άμεση και καταλυτική η παρέμβαση αλλά οι αποφάσεις που θα επιτρέψουν αυτήν την ευελιξία πρέπει να συμφωνηθούν από όλους, έτσι ώστε να μην προκληθεί ανισορροπία στην ευρωζώνη.
Η ΕΚΤ πάντως βρίσκεται με το δάχτυλο στη σκανδάλη σε περίπτωση που χρειαστεί να παρέμβει, αν παρατηρηθεί «άνοιγμα» στα spreads των κρατικών ομολόγων, αξιοποιώντας τη δυνατότητα που της παρέχει η επανεπένδυση των λήξεων σε τίτλους που είχαν αποκτηθεί κατά τη διάρκεια της πανδημίας μέσω του PEPP. Αν κριθεί αναγκαία μια τέτοια παρέμβαση θα είναι συγκεκριμένη και συνεπώς, δεν πρόκειται να επηρεαστεί από την απόφαση τερματισμού των προγραμμάτων αγοράς ομολόγων. Έχει διευκρινιστεί πάντως ότι η συγκεκριμένη απόφαση είχε ως στόχο να αποσυνδεθεί μια πιθανή άνοδος των επιτοκίων με το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων.
Η μεγάλη συζήτηση αυτήν την περίοδο είναι η προοπτική αύξησης των επιτοκίων για αναχαίτιση του πληθωρισμού. Έχει όμως επανειλημμένα λεχθεί ότι η ακρίβεια που παρατηρείται αυτήν την περίοδο είναι εισαγόμενη λόγω πολέμου και ψυχρών καιρικών συνθηκών, με αποτέλεσμα η νομισματική πολιτική στην παρούσα φάση να κρίνεται ως αναποτελεσματική. Εδώ όμως είναι που λαμβάνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το ενδεχόμενο «εσωτερικοποίησης» του προβλήματος μέσω της αύξησης των μισθών, σε μια προσπάθεια ανάκτησης της αγοραστικής δύναμης των εισοδημάτων. Σε μια τέτοια περίπτωση η ΕΚΤ θα ήταν υποχρεωμένη να παρέμβει ανεβάζοντας τα επιτόκια βάσης στο ευρώ. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο είναι προτιμότερη μια κρατική δημοσιονομική παρέμβαση από μια αύξηση του κόστους παραγωγής, η οποία θα μετέτρεπε ένα εισαγόμενο πρόβλημα σε ενδογενές.
H παρέμβαση, όποτε και αν αυτή γίνει, θα είναι για μικρό χρονικό διάστημα και θα τερματιστεί μόλις οι συνθήκες που προκαλούν τις ανατιμήσεις ομαλοποιηθούν. Σε αυτό το σημείο υπεισέρχεται και η μεγάλη ανησυχία ότι θα παραμείνουν οι τιμές των βασικών προϊόντων σε υψηλά επίπεδα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, ενώ ο πληθωρισμός κάποια στιγμή εντός του 2024 θα ομαλοποιηθεί. Είναι συνεπώς πιθανό το ενδεχόμενο να μετατραπεί η ακρίβεια σε ένα μεσοπρόθεσμο πρόβλημα σε αντίθεση με ό,τι εκτιμάται σήμερα.
Η οικονομική δραστηριότητα στην παρούσα συγκυρία αβεβαιότητας θα πρέπει να προσαρμοστεί σε συνθήκες χαμηλής κατανάλωσης και άρα υποτονικής ζήτησης. Μεγαλύτεροι κίνδυνοι σε μια τέτοια κατάσταση πραγμάτων είναι τα υψηλά ποσοστά χρέους σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις και οι «φουσκωμένες» τιμές των περιουσιακών στοιχείων. Αυτό που προς το παρόν μάς προφέρει χρόνο για να γίνουν οι καλύτερες δυνατές επιλογές είναι η πλεονάζουσα ρευστότητα που έχει δημιουργηθεί το προηγούμενο διάστημα, η οποία θα πρέπει να τύχει «έξυπνης» διαχείρισης. Η υφιστάμενη μακροοικονομική συνθήκη, η οποία χαρακτηρίζεται από υψηλά επίπεδα πληθωρισμού και χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, είναι μια πραγματικότητα που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη απ’ όλους, ανεξαρτήτως κλάδου δραστηριοποίησης, καθώς πλέον οι κίνδυνοι γίνονται οριζόντιοι.