Κύριο Άρθρο
Η Ευρωζώνη καλείται να αντιμετωπίσει μια πρωτόγνωρη κατάσταση σε σχέση με τον πληθωρισμό, την γνωστή σε όλους μας ακρίβεια. Η τελευταία φορά που η οικονομία βίωσε επίμονο πληθωρισμό ήταν τη δεκαετία του ’70, όταν η Ευρωζώνη δεν υπήρχε ούτε ως σκέψη. Η Ευρωζώνη που κτίστηκε με βάση την λειτουργία της γερμανικής οικονομίας και τη δυναμική του γερμανικού μάρκου είχε μέχρι πρόσφατα μια σταθερά, τη διατήρηση των τιμών και της αγοραστικής δύναμης των Ευρωπαίων καταναλωτών. Τα πράγματα τώρα όμως έχουν αλλάξει και όπως ήδη καταγράφεται πρώτο θύμα αυτής της ανωμαλίας είναι η γερμανική οικονομία η οποία παρουσιάζει ύφεση και μείωση της βιομηχανικής παραγωγής.
Το βάρος της διόρθωσης από την αρχή του προβλήματος έπεσε στους ώμους των κεντρικών τραπεζών, στην ΕΚΤ για την Ευρωζώνη. Τα παραδοσιακά εργαλεία όμως δεν φαίνεται να έχουν την αναμενομένη αποτελεσματικότητα. Σε αυτά περιλαμβάνοντα πρώτα και κύρια τα προβλεπτικά μοντέλα και κατά δεύτερο τα νομισματικά μέσα. Στην πρώτη περίπτωση ήταν κοινή παραδοχή ότι η προβλεπτικότητα της συγκυρίας ήταν προβληματική, με αποτέλεσμα να μην ληφθούν άμεσα τα αναγκαία μέτρα. Γίναμε συνεπώς μάρτυρες μιας κατάστασης που σε κάποιο βαθμό έμοιαζε με τις συνθήκες που επικρατούν κατά τις πρώτες ώρες μιας πυρκαγιά. Αν δεν ελεγχθεί από την αρχή η κατάσταση και δεν ληφθούν άμεσα και αποφασιστικά τα μέτρα, η κατάσταση ξεφεύγει.
Τον Οκτώβριο του 2022 και ενώ ο γενικός πληθωρισμός είχε σκαρφαλώσει σε διψήφιο ποσοστό (10,6%) το επιτόκιο στην Ευρωζώνη ήταν στο 0,75%. Έκτοτε ακολούθησαν άλλες εφτά διαδοχικές αναθεωρήσεις των επιτοκίων φέρνοντας το σήμερα στο 3,75%, αλλά η κατάσταση είχε σε μεγάλο βαθμό παγιωθεί. Η ομαλοποίηση του πληθωρισμού στο 5,3% αν και κάλυψε το 50% των τιμών Οκτωβρίου, σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στην επιβράδυνση της τιμής της ενέργειας καθώς τα σενάρια τρόμου του απερχόμενου χειμώνα δεν επιβεβαιωθήκαν. Εξάλλου, μόλις πρόσφατα καταγράφηκε μείωση στην συνολική ζήτηση και άρα άρχισαν τα νομισματικά μέτρα να αποδίδουν, αλλά το κακό έχει μάλλον γίνει. Τώρα η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από την εκτίμηση ότι ο πληθωρισμός και τα ψηλά επιτόκια θα διατηρηθούν για όλο το 2023 και το 2024.
Προκειμένου η συνέχεια να τύχει καλύτερης διαχείρισης σε σχέση με πριν, η ΕΚΤ ορθά επικεντρώνει στις προσπάθειές της στο επικοινωνιακό κομμάτι, προκειμένου να γίνει αποτελεσματική διαχείριση των προσδοκιών σε σχέση με το ύψος των τιμών. Σε αυτή την προσπάθεια η προσοχή επικεντρώνεται τόσο τους καταναλωτές όσο και στους εμπορευόμενους. Μελέτες έχουν αποδείξει ότι οι προσδοκίες των καταναλωτών σε σχέση με τις τιμές βασικών καταναλωτικών προϊόντων επηρεάζει την πορεία του πληθωρισμού. Κατά τον ίδιο τρόπο οι εμπορευόμενοι, αν εκτιμούν ότι οι τιμές στο μέλλον θα ανέβουν, έχουν την τάση να εφαρμόσουν την αύξηση άμεσα για να έχουν χρόνο να διαχειριστούν τις συνέπειες.
Η ΕΚΤ δηλώνοντας την αποφασιστικότητά της να πραγματοποιήσει όσες αυξήσεις χρειαστούν για να φέρει τον πληθωρισμό στον στόχο του 2% επιδιώκει να δώσει το στίγμα της και να δημιουργήσει τις κατάλληλες προσδοκίες. Για να είναι πειστικό το αφήγημα, οι κινήσεις θα πρέπει να είναι καταιγιστικές στο μέτωπο των επιτοκίων και αυτό σε μεγάλο βαθμό η ΕΚΤ το έχει πετύχει ανεβάζοντας τα επιτόκια από τον Σεπτέμβριο του 2022, εννιά φορές. Η επικοινωνία θα παραμείνει και το επόμενο διάστημα κρίσιμος παράγοντας επιτυχίας, αφού οι κίνδυνοι αναζωπύρωσης μπορεί να προκληθούν από μια σειρά παραγόντων όπως είναι οι γεωπολιτικές εξελίξεις οι οποίες παραμένουν παράγοντας αποσταθεροποίησης.