Κύριο Άρθρο
Καθώς ο ρυθμός ανόδου του πληθωρισμού υποχωρεί, αρκετοί βιαστικοί σχολιαστές σπεύδουν να επισημάνουν ότι το πρόβλημα με την ακρίβεια έχει ξεπεραστεί. Μια πιο ψύχραιμη όμως ανάλυση της κατάστασης θα μας οδηγούσε στο να ρίξουμε μια ματιά στον δομικό πληθωρισμό που είναι η πλέον σημαντική παράμετρος αυτή την περίοδο και εκεί τα πράγματα δεν φαντάζουν αισιόδοξα. Ο δομικός πληθωρισμός είναι το κομμάτι του πληθωρισμού που δεν λαμβάνει υπόψη εξωτερικές πιέσεις όπως κρίσεις σε συγκεκριμένους κλάδους ή προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες. Αυτή είναι και η διάσταση του πληθωρισμού που λαμβάνουν υπόψη οι κεντρικές τράπεζες πριν αποφασίσουν για ενέργειες νομισματικής πολιτικής.
Η πτώση στις τιμές της ενέργειας, αν και επηρεάζει θετικά τον πληθωρισμό, δεν έχει ακόμη αρχίσει να «φτάνει» στον δομικό πληθωρισμό, κάτι που όμως αναμένεται πως θα συμβεί το επόμενο διάστημα δίνοντας έναν τόνο αποκλιμάκωσης και σταδιακής εκτόνωσης του πληθωριστικού φαινομένου. Πέραν όμως της επίδρασης των τιμών της ενέργειας μεγάλη ανησυχία επικρατεί για την κατάσταση των μισθών όπου τα στοιχεία παρουσιάζουν ανοδικές τάσεις το τελευταίο διάστημα με το ποσοστό αύξησης να βρίσκεται διπλάσιο του στόχου του 2% που έχει θέσει η ευρωζώνη για την άνοδο των τιμών στο μεσοπρόθεσμο. Ανησυχητικά είναι και τα στοιχεία στην πλευρά των επιχειρήσεων, όπου σημειώνεται η ανάγκη να επιδειχθεί μια πιο υπεύθυνη στάση και όχι με επίκληση τον ψηλό πληθωρισμό να παρατηρούμε αυξήσεις των κερδών.
Όσον αφορά στο τελευταίο σημείο, είναι σημαντικό όλοι να αντιληφθούν ότι ο πληθωρισμός δεν πρόκειται να υποχωρήσει αν δεν συμπεριφερθούμε όλοι υπεύθυνα. Αυτό περιλαμβάνει τις επιχειρήσεις, τους καταναλωτές και προφανώς τα κράτη που θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι ο ανταγωνισμός λειτουργεί προς όφελος της αποκλιμάκωσης των τιμών. Γιατί αν δεν πετύχουμε αποτελέσματα στο συγκεκριμένο θέμα τότε η αύξηση στα επιτόκια θα συνεχιστεί πλήττοντας βάναυσα επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Σύντομα όμως το πρόβλημα θα μεταφερθεί και στα δημόσια οικονομικά αφού όχι μόνο θα αυξηθεί ο κίνδυνος να διασαλευθεί η χρηματοοικονομική σταθερότητα, αλλά θα προκληθεί και αυξημένο κόστος στον προϋπολογισμό μέσα από την διαδικασία άντλησης νέου δανεισμού.
Στην περίπτωση της ΕΚΤ που είναι και η κεντρική τράπεζα που μας ενδιαφέρει, οι οικονομολόγοι θεωρούν σκόπιμο να διατηρήσουν τις προσδοκίες του κόσμου γύρω από τον κεντρικό στόχο του 2%. Προκειμένου αυτό να επιτευχθεί οι τεχνοκράτες παραμένουν προσηλωμένοι σε μια αυστηρά περιοριστική νομισματική πολιτική που ουσιαστικά υλοποιείται μέσα από τις αυξήσεις των επιτοκίων. Η προς τα πάνω αναθεώρηση των επιτοκίων βάσης αν και αρκετοί εκτιμούν ότι θα «βρει» ταβάνι στο 3,5%, κανένας μέσα από την τράπεζα δεν φαίνεται πρόθυμος να δώσει κατεύθυνση.
Την ίδια στιγμή που το κόστος δανεισμού έχει πάρει την ανιούσα και σύντομα θα αρχίσει να επηρεάζει χώρες με αυξημένα επίπεδα ιδιωτικού και δημόσιου χρέους, υπάρχει η απαίτηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο για επιτάχυνση των επενδύσεων προς την κατεύθυνση υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων. Κριτική προς τις κυβερνήσεις ασκείται και για το γεγονός ότι εξακολουθούν να εφαρμόζουν επιδοματική πολιτική χωρίς στόχευση και μάλιστα για κλάδους της οικονομίας που δεν περιλαμβάνονται στους μελλοντικούς στόχους, όπως είναι τα ορυκτά καύσιμα. Η κυβερνητική πολιτική για το υπόλοιπο του έτους θα είναι γεμάτη προκλήσεις τις οποίες προκειμένου να αντιμετωπίσει θα πρέπει να λειτουργήσει έξω από τις συμβατικές προσεγγίσεις των προηγούμενων ετών.