Κύριο Άρθρο
Οι τράπεζες πέτυχαν την τελευταία διετία το ακατόρθωτο. Πέτυχαν να καταγράψουν σημαντικά κέρδη και να ανατρέψουν την καταθλιπτική εικόνα των προηγούμενων ετών, αναγκάζοντας τους επενδυτές να στρέψουν το βλέμμα σε αυτές. Ενδεικτική της κατάστασης που διαμορφώνεται και η κινητικότητα σε νέες προτάσεις εξαγορών και συνενώσεων που παρατηρήθηκαν το τελευταίο διάστημα. Η επίδοση της κερδοφορίας δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς τη ραγδαία και απότομη αύξηση των επιτοκίων, η οποία επέτρεψε την αργή μετάδοση του οφέλους στους καταθέτες, το οποίο για μερικά τρίμηνα καρπώθηκαν οι τράπεζες μεγεθύνοντας τον λογαριασμό αποτελεσμάτων τους. Σε μεγάλο βαθμό τα κέρδη αυτής της περιόδου υπήρξαν η αφορμή για όσες κινήσεις εξαγορών βρέθηκαν στη δημόσια σφαίρα. Παρ’ όλη τη θετική επίδοση, οι τράπεζες στην Ευρωζώνη αποτιμώνται με έκπτωση γύρω στο 30% της αξίας των κεφαλαίων τους σε σχέση με τις τράπεζες στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού. Βέβαια, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι αμερικανικές τράπεζες ακολουθούν ένα πολύ διαφορετικό επιχειρηματικό μοντέλο από τις ευρωπαϊκές, και άρα οι συγκρίσεις είναι αρκετά επισφαλείς καθώς η δυναμική παραγωγής κερδών στις τράπεζες των ΗΠΑ είναι εντελώς διαφορετική. Θα πρέπει επίσης να γνωρίζουμε όταν αναλύουμε τις αποτιμήσεις των τραπεζών ότι αυτές εμπεριέχουν και τις προοπτικές του άμεσου μέλλοντος.
Η ραγδαία και απότομη αύξηση των επιτοκίων, εκτός από κέρδη φέρνει και ανησυχίες για την ποιότητα του ενεργητικού και την διατηρησιμότητα των κεφαλαίων που η αυξημένη κερδοφορία έχει συσσωρεύσει. Ως εκ τούτου, υπήρξε εποπτική καθοδήγηση για εντονότερη παρακολούθηση των καθυστερήσεων, που ως γνωστό αποτελούν τον προπομπό για τη δημιουργία μη εξυπηρετούμενων χορηγήσεων. Προς αυτήν την κατεύθυνση οι τράπεζες καλούνται να ενεργοποιήσουν έκτακτους μηχανισμούς παρακολούθησης και έγκαιρης πρόληψης κάθε περίπτωσης που πιθανόν να αποτελέσει εστία κινδύνου. Σημαντική παράμετρος, που ακόμα δεν παρατηρούμε στην κυπριακή αγορά, είναι η προληπτική παρέμβαση εκ μέρους των τραπεζών χωρίς προηγούμενο αίτημα του πελάτη. Οι πρόσφατες αναταράξεις στον τραπεζικό κλάδο των ΗΠΑ σε συνδυασμό με την κρίση στην ελβετική Credit Suisse ανέδειξαν τη σημασία της έγκαιρης και αποτελεσματικής παρέμβασης. Ανέδειξαν επίσης και κάποια ελλείμματα στον τρόπο που οι ευρωπαϊκές αρχές εξυγίανσης δύνανται να ενεργήσουν αν παραστεί ανάγκη. Η ελβετική και αμερικανική εμπειρία απέδειξαν ότι η εμπλοκή των καταθετών στη διάσωση μια τράπεζας δεν αποτελεί επιλογή κατευνασμού της κρίσης. Έγινε επίσης επιτακτική η ύπαρξη ενός μηχανισμού τροφοδότησης της αναγκαίας ρευστότητας σε μια τραπεζική κρίση, κάτι που η Ευρώπη σήμερα δεν διαθέτει. Το τελευταίο είναι ένα σημείο που αναδείχθηκε από τις πρόσφατες κρίσεις, και οι προσπάθειες θα πρέπει να επικεντρωθούν προς την κατεύθυνση κάλυψης του κενού.
Η αποτελεσματική και συνολική αντιμετώπιση των προβλημάτων που θα στεγανοποιήσει το ευρωπαϊκό τραπεζικό οικοδόμημα είναι η τραπεζική ένωση. Η διαδικασία μέχρι στιγμής «κολλά» σε διάφορες παρανοήσεις και αγκυλώσεις των κρατών μελών, με αποτέλεσμα τα χρόνια να έχουν παρέλθει χωρίς καμιά πρόοδο. Σε αυτή την θεσμική αδυναμία οφείλεται εν πολλοίς και η υστέρηση στις αποτιμήσεις των ευρωπαϊκών τραπεζών σε σχέση με τις αμερικανικές. Η τραπεζική ένωση, πέραν του ότι θα βελτιώσει τις αποτιμήσεις των ευρωπαϊκών τραπεζών, θα επιτρέψει και την καλύτερη λειτουργία της αγοράς αφού θα βελτιώσει τον ανταγωνισμό προς όφελος των πελατών, οι οποίοι θα λαμβάνουν καλύτερες υπηρεσίες σε χαμηλότερες τιμές.