ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Η διαφύλαξη της χρηματοοικονομικής σταθερότητας

Κύριο Άρθρο

Κύριο Άρθρο

Στα σημερινά επίπεδα, τα επιτόκια στην Ευρωζώνη είναι «κατάλληλα» για να επαναφέρουν τον πληθωρισμό στον στόχο του 2%. Ήδη οι πρώτες ενδείξεις είναι θετικές και, χωρίς σημαντικές διαφοροποιήσεις στα μακροοικονομικά δεδομένα, το 2% εκτιμάται πως θα επιτευχθεί το 2025. Βέβαια, αυτό που προβληματίζει είναι ο χρόνος που προϋπολογίζεται αν κανείς αναλογιστεί ότι τον Οκτώβριο του 2023 ο πληθωρισμός ήταν στο 2,9%. Προφανώς, μας προετοιμάζουν για μια αργή διαδικασία με αρκετά σκαμπανεβάσματα, χωρίς να αποκλείονται πισωγυρίσματα.

Με τον πληθωρισμό σε πορεία αποκλιμάκωσης, η ΕΚΤ μπορεί να νιώθει ικανοποιημένη γιατί έστω και αργά κατάφερε να βάλει το πρόβλημα στις ράγες και να το αντιμετωπίσει. Η δεύτερη μεγάλη πρόκληση για την Φρανκφούρτη είναι προφανώς η χρηματοοικονομική σταθερότητα. Είναι άλλωστε καλά γνωστό ότι σε περιβάλλον ψηλών επιτοκίων η χρηματοοικονομική σταθερότητα παρουσιάζει ρωγμές και απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή. Ήδη σε σχετική έκθεση της ΕΚΤ τονίζεται με έμφαση ότι η χρηματοοικονομική σταθερότητα βρίσκεται σε λεπτή ισορροπία, ως αποτέλεσμα της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής που εφαρμόστηκε όλο αυτό το διάστημα.

Η διατήρηση των επιτοκίων στα ψηλά –για μεγάλο χρονικό διάστημα– γρήγορα μετατράπηκε από εξαγγελία των κεντρικών τραπεζιτών σε αφήγημα των επενδυτών ομολόγων οι οποίο «επέβαλαν» αυξήσεις των αποδόσεων στους τίτλους σταθερού εισοδήματος. Ανάμεσα στις αιτίες που προκάλεσαν την άνοδο των αποδόσεων είναι και η κρίση στη Μέση Ανατολή αλλά αυτό μάλλον ως αφορμή θα πρέπει να ιδωθεί παρά ως η αιτία. Η κατάσταση, πάντως, όπως έχει διαμορφωθεί, ενισχύει την αβεβαιότητα.

Ο κίνδυνος στις αγορές έχει σημαντικά αυξηθεί από τον προηγούμενο Αύγουστο, όταν φάνηκε πως η νομισματική πολιτική αρχίζει να σταθεροποιείται και οι προοπτικές της οικονομικής δραστηριότητας παραμένουν στάσιμες. Όσον αφορά στις τράπεζες, η κατάσταση όπως διαμορφώνεται έχει να κάνει με τις τιμές των ομολόγων και των ακινήτων που βρίσκονται στους ισολογισμούς τους. Για τα ομόλογα, το πρόβλημα είναι πιο συγκεκριμένο καθώς η αύξηση των αποδόσεων έχει ρίξει τις τιμές με αποτέλεσμα ομόλογα που αγοράστηκαν σε ψηλότερες τιμές σήμερα να καταγράφουν ζημιές.

Σε κάθε περίπτωση, το πρόβλημα δεν είναι πιεστικό αφού οι τράπεζες καταφέρνουν να ξεπερνούν τις διακυμάνσεις στις τιμές και να μην εμφανίζουν τις ζημιές κατηγοριοποιώντας τα συγκεκριμένα ομόλογα στην κατηγορία διακράτησης μέχρι την λήξη, πράγμα που τους επιτρέπει να τα αποτιμούν σε τιμές κτήσης. Η κατάσταση όμως δεν είναι στατική και οι ανησυχίες εστιάζονται στο γεγονός ότι αν ο πληθωρισμός επιφυλάξει δυσάρεστες εκπλήξεις ή αν η οικονομική δραστηριότητα εμφανίσει χειροτέρευση, τότε οι αποδόσεις των ομολόγων θα ανέβουν περαιτέρω προκαλώντας μεγαλύτερο πρόβλημα.

Στο μέτωπο των επιχειρήσεων τώρα, έχουμε χειροτέρευση στην ικανότητα εξυπηρέτησης των τόκων από όσες επιχειρήσεις συσσωρεύσαν στο παρελθόν μεγάλα δανειακά ανοίγματα, κάτι που στην Κύπρο συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό. Η πίεση στα εισοδήματα σε συνδυασμό με την αύξηση στα επιτόκια χειροτερεύει τους δείκτες κάλυψης τόκων αρκετών επιχειρήσεων, προκαλώντας προβληματισμό.

Έχοντας δρομολογήσει την πορεία του πληθωρισμού σε σημαντικό βαθμό, η ΕΚΤ καλείται να προσηλωθεί στην χρηματοοικονομική σταθερότητά η οποία περνά μέσα από την διατήρηση των κεφαλαιακών «μαξιλαριών» που χτίστηκαν τα προηγούμενα χρόνια και την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που προνοεί η Βασιλεία ΙΙΙ. Η τραπεζική ένωση ως ο απόλυτος στόχος θα απαιτήσει πολιτική απόφαση, κάτι που όμως σήμερα δεν υπάρχουν συνθήκες για να ληφθεί.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Κύριο Άρθρο

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ: Τελευταία Ενημέρωση