Του Απόστολου Κουρουπάκη
Τις περασμένες εβδομάδες βρέθηκα σε δύο διαφορετικά χωριά της κυπριακής υπαίθρου και συγκεκριμένα στα Κατύδατα Λευκωσίας, στην κοιλάδα της Σολέας και στη Σαλαμιού της Πάφου. Τα δύο φεστιβάλ που διοργανώνονται στα χωριά αυτά είναι ο λόγος για τον οποίο βρέθηκα στις δύο αυτές κοινότητες, εγώ, όπως και εκατοντάδες ακόμη. Κόσμος πολύς γέμισε τις πλατείες και τα στενά δρομάκια των χωριών, νέοι και νέες, πιο μεγάλης ηλικίας άτομα, Κύπριοι και μη Κύπριοι, περιφέρονταν στα χωριά και απολάμβαναν τη δροσιά, τις δραστηριότητες των φεστιβάλ, τον κόσμο της υπαίθρου, και κυρίως νομίζω την ιδέα ότι μπορείς με μια παρέα και καλή μουσική να πιεις τον κόσμο όλο μονορούφι. Ετσι και εγώ χάρηκα όλα τα παραπάνω, περιηγήθηκα κι εγώ στα δρομάκια των χωριών, κρυφοκοίταξα μέσα από σπασμένα τζάμια δωμάτια όπου ο χρόνος είχε σταματήσει, ξαπόστασα στις βρύσες που η αποικιακή κυβέρνηση τις δεκαετίες του 1940 και του 1950 μαζικώς κατασκεύαζε, στεγνές πια και αντιχαιρετούσα γέροντες και γερόντισσες που συναντούσα στον δρόμο μου.
Αυτές οι δύο κοινότητες, αυτά τα δύο χωριά, είναι πολύ τυχερά, διότι έχουν νεολαία, που μπορεί να μηδιαμένει μόνιμα σε αυτά, αλλά τ’ αγαπούν και αναγνωρίζουν ότι μπορούν να γίνουν πόλος έλξης και για άλλους. Τόσο στη Σαλαμιού, όπου το κέντρο νεότητας του χωριού και ο Γιώργος Παπαδόπουλος κάνουν εξαιρετική δουλειά, όσο και στα Κατύδατα, όπου η Έλλη Μιχαήλ και το Windcraft αναζωογονούν το μικρό χωριό, τα αποτελέσματα της δουλειάς τους είναι απτά, τα βλέπεις στα μάτια των λιγοστών πλέον μόνιμων κατοίκους. Μαυροφορεμένες γυναίκες που ακούν μουσικές του κόσμου, ή που παρακολουθούν ταινίες animation και έχουν αρχίσει να αποκτούν και αισθητήριο, τι είναι καλό, τι ήταν λιγότερο καλό, κάνουν συγκρίσεις με ό,τι άκουσανπριν από ένα ή δύο χρόνια. Υπομονετικά υπομένουν τη φασαριόζα νεολαία και χαίρονται γιατί τα χωριά τους, που κάποτε έσφυζαν από ζωή, έστω και για μερικές ημέρες ζουν στιγμές δόξας. Είναι σημαντικό λοιπόν να γνωρίζουμε τα χωριά μας και τους ανθρώπους τους. Να αρχίσουμε να μαθαίνουμε πως και αυτή η Κύπρος αξίζει, όχι γιατί είναι μουσειακή και χρειάζεται να προστατευθεί, αλλά διότι είναι ζων οργανισμός, που χρειάζεται αναζωογόνηση, με κάθε τρόπο.
Θα μου πείτε, μα για μερικές εκατοντάδες γέρους θα κάνει το κράτος έξοδα; Ναι, και για έναν ή μία μόνο το κράτος θα πρέπει να δηλώνει παρών! Η Κύπρος είναι μικρή, χωράει πολλούς και πολλές, οι αποστάσεις δεν είναι απαγορευτικές, η ύπαιθρος δικαιούται να ζει, όπως και οι άλλες πόλεις/κωμοπόλεις. Χρειάζεται να μάθουμε περισσότερα για αυτό που αποκαλούμε άυλο πολιτισμό, ο οποίος συν τω χρόνω χάνεται, και αν δενπροστατευθεί πολύ σύντομα δεν θα γνωρίζουμε τίποτε, ούτε για το χαλλούμι, ούτε για τα κεντητά των Λευκάρων, ούτε καν για αυτό που τόσοι πολλοί κόπτονται, για την κυπριακή διάλεκτο. Θα πρέπει η Πολιτεία να κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της για να καταφέρει να διασώσει ό,τι σώζεται. Θα πρέπει να ενισχυθεί για παράδειγμα το Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών, το οποίο έχει τα πολύ σημαντικά Αρχεία Προφορικής Παράδοσης και το Λαογραφικό Αρχείο, θα πρέπει να ενεργοποιηθεί η Κυπριακή Ακαδημία Επιστημών, Γραμμάτων και Τεχνών, που ειλικρινά απορώ τι κάνει, εκτός από εκδηλώσεις... Θα πρέπει να ενεργοποιηθούν τα Πανεπιστήμιά μας για να σωθεί ό,τι σώζεται, αλλά και για να υπάρξουν νέες ιδέες, να συμπλεχτεί το παλιό με το νέο και η παράδοση να γεννήσει καινούργια πράγματα.
Επίσης, θα πρέπει να καταλάβουμε όλοι ότι στα χωριά δεν είναι πολίτες 27ης κατηγορίας και πως θα χορεύουν με ό,τι σκοπό τους παίζουμε. Έχουν κρίση, έχουν το δικό τους γούστο και κριτήριο, δεν είναι Νεάντερταλ ούτε κρυμμένοι σε σπηλιές. Υπάρχουν νέα παιδιά που έχουν όραμα για το αύριό τους και κάποιος/α πρέπει να τους το φωτίσει, όπως για τον νεαρό από τη Σαλαμιού που ως παιδί είδε τι σημαίνει animation και ως έφηβος πήρε μέρος στο διαγνωστικό τμήμα. Για τον Αχμέτ, από τη Συρία, αν θυμάμαι καλά το όνομά του, που μαζί με τον αδελφό του πήγαιναν στα δωρεάν μαθήματα χαρακτικής του Χαμπή στα Πλατανίσκια και στη Σαλαμιού κυνηγούσαν την εικονολήπτρια για να βλέπουν τι κάνει και πώς παίρνει τις λήψεις. Για αυτά τα παιδιά και μόνο αξίζει να κάνουμε παραπάνω. Αν παραδοθούμε στην ιδέα της εγκατάλειψης, τότε θα συμβεί ό,τι και στα κατεχόμενα σήμερα ε/κ χωριά ή τα εγκαταλελειμμένα τ/κ χωριά της Πάφου. Η επιλογή δική μας.
Προσωπικά, η επίσκεψη στα χωριά γενικότερα είναι μία καλή ευκαιρία για να βουτήξω στην ιστορία και τη λαογραφία, να θυμηθώ αν θέλετε και το πατρικό χωριό μου, που όταν πήγαινα, δεν αντιλαμβανόμουν ότι σε μερικά χρόνια θα έχει γίνει κάτι άλλο. Αν έχει κάποιος αφτιά και μάτια ανοικτά θα μπορέσει να ακούσει εκείνα τα ωραία, μελωδικά κυπριακά, θα δει εικόνες πολλές, που αλλού δεν θα μπορέσει. Μια κουβέντα στο καφενείο ή στην αυλή ενός σπιτιού θα είναι κέρδος. Το έζησα και το καταθέτω. Γιατί κέρδος μόνο είναι να ακούς από γέροντες και γερόντισσες «επεράσαμε τζιαι καλά τζιαι κακά, μα επεράσαμε»