Του Απόστολου Κουρουπάκη
Πολύ χαμηλά στην ανάγνωση βιβλίων η Κύπρος, και συγκεκριμένα στην προτελευταία θέση, ανάμεσα σε 28 χώρες, κατατάσσεται η χώρα σύμφωνα με έρευνα της Eurostat σε σχέση με άλλες χώρες της ΕΕ, αφού μόνο το 33% των Κύπριων επέλεξαν να διαβάσουν κάποιο βιβλίο το 2022. Ο μέσος όρος στην Ε.Ε. είναι 53%.
Προσωπικά δεν με ξαφνιάζει η θέση αυτή, αν και είναι άκρως απογοητευτική. Δεν με ξαφνιάζει γιατί δεν περιμένω να έχουμε αναπτύξει φιλαναγνωστική διάθεση, όταν για χρόνια ολόκληρα σχεδιάζουμε την Κυπριακή Βιβλιοθήκη, και δεν έχουμε κανένα, μα κανένα αποτέλεσμα και μένουμε στις υποσχέσεις, στα σχέδια και στις μελέτες. Δεν με ξαφνιάζει, όταν εδώ και δεκαετίες στα σχολεία μας διδάσκονται λογοτεχνικά έργα που έχουν κλείσει τον παιδαγωγικό τους κύκλο, ή έστω δεν έλκουν τους μαθητές προς την ανάγνωση. Δεν με ξαφνιάζει, διότι προσπαθούμε να έχουμε βιβλιοθήκες, απλώς για να έχουμε βιβλιοθήκες και όχι να τις χρησιμοποιούμε ως χρήσιμους τόπους ανταλλαγής απόψεων και αναγνωστικών συνθηκών. Δεν με ξαφνιάζει γιατί ποτέ δεν επενδύσαμε σε αυτό που λέμε φιλαναγνωστική πολιτική, με το υπουργείο Παιδείας να μένει στα άκρως απαραίτητα, και το υφυπουργείο Πολιτισμού να μην έχει ακόμα μία συγκεκριμένη στρατηγική για το βιβλίο και την προώθησή του, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό.
Γιατί να με ξαφνιάζει όταν επιλέγουν να υπογράψουν διακρατική συμφωνία πολιτιστικής συνεργασίας με την Ελλάδα στον καταθλιπτικό χώρο της Κυπριακής Βιβλιοθήκης; Άραγε δεν μας ενδιαφέρει τι θα έβλεπε η κα Μενδώνη; Γιατί να με ξαφνιάζει ότι είμαστε στην προτελευταία θέση όταν ο θεσμός των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας γίνεται κάθε χρόνο πεδίον δόξης λαμπρό για ίντριγκες, τσακωμούς και λοιπές άλλες λογοτεχνικές αβρότητες; Θα μου πείτε ότι αυτά συμβαίνουν και σε άλλες χώρες και στις καλύτερες οικογένειες. Η διαφορά είναι πως εδώ, στην Κυπριακή Δημοκρατία έναν θεσμό λογοτεχνικών βραβείων έχουμε, στον οποίο υποβάλλουν τα έργα τους όλοι και όλες. Αυτόν τον θεσμό λοιπόν πρωτίστως οι άνθρωποι του βιβλίου δεν τον έχουν σε υπόληψη, άρα γιατί να έχουμε απαίτηση από τους πολίτες να ενδιαφέρονται για τα βιβλία και για την ανάγνωση;
Ναι, δεν μου κάνει καμία εντύπωση η προτελευταία θέση, όταν δεν έχουμε φορείς του βιβλίου που να πιέζουν για τα αυτονόητα, όπως είναι οι βιβλιοθήκες, η εισαγωγή λογοτεχνικών έργων στα σχολεία μας, οι παράλληλες δράσεις. Και δεν αρκούν τα αξιόλογα φεστιβάλ λογοτεχνίας και βιβλίου, χρειάζονται τομές βαθιές στον χώρο του βιβλίου και αυτές οι τομές μόνο με σχεδιασμό και βούληση μπορούν να γίνουν, διαφορετικά θα ό,τι κάνουμε θα είναι μπαλώματα.
Δεν με ξαφνιάζει που η χώρα βρίσκεται σε αυτή την απογοητευτική θέση, γιατί πολύ απλά αντικατοπτρίζει τη γενικότερη εικόνα της πολιτιστικής πραγματικότητάς της. Και είναι κρίμα, γιατί καλούς συγγραφείς έχουμε και ανθρώπους που αγαπούν το βιβλίο έχουμε.
Τον Οκτώβριο του 2022 έκλεινα τη στήλη μου με τίτλο «Λίγα για το βιβλίο» ως εξής: «Το υφυπουργείο Πολιτισμού ας είναι αφορμή για να ξεκινήσουμε να καλύπτουμε κενά, τα οποία μπορούν να προσφέρουν πολλά περισσότερα απ’ όσα νομίζουμε. Το βιβλίο στην Κύπρο, η συγγραφή και η ενίσχυσή της, η φιλαναγνωσία και η συμπόρευσή της με την παιδεία και το εκπαιδευτικό μας σύστημα, θα πρέπει λοιπόν να ιδωθούν με νέο πρίσμα» και τον Μάιο του 2024 τη στήλη με τίτλο «Στα λογοτεχνικά… άρματα
» ως εξής: «Μα και ο τομέας του βιβλίου είναι και αυτός σχεδόν στον αναπνευστήρα. Δυστυχώς εθνική πολιτική για το βιβλίο δεν έχουμε, και αυτό φαίνεται και από το πώς διαχειρίζεται η Πολιτεία τον θεσμό των Κρατικών Βιβλίων Λογοτεχνίας. Καμία προσπάθεια αλλαγής των κανονισμών, κανένας προβληματισμός για το πώς εκδίδουμε, τι και πώς βραβεύουμε. Ως παρακάτω.
Είναι σίγουρο ότι το Τμήμα Σύγχρονου Πολιτισμού, του υφυπουργείο Πολιτισμού, με την υποστελέχωσή του δεν μπορεί να κάνε και πολλά. Τα δε χρήματα είναι και αυτά λίγα, Κυπριακή Βιβλιοθήκη στην ουσία δεν υπάρχει, ώστε από εκεί να έφευγαν κάποιες ιδέες, άρα, ας μην παραπονιούνται οι συγγραφείς και οι Ενώσεις Λογοτεχνών…».
Ε! άλλαξε κάτι; Έγινε κάτι και δεν το έλαβα υπόψη μου;