Του Απόστολου Κουρουπάκη
Το ότι η Κύπρος το 2022 δεν θα συμμετάσχει στην Μπιενάλε της Βενετίας είναι ένα λυπηρό γεγονός και δείγμα χαρακτηριστικό πώς η Πολιτεία αντιμετωπίζει τα πολιτιστικά πράγματα. Αλλά θα μου πείτε, σιγά που θα ασχολούμαστε με θέατρα, ζωγραφιές και άλλα τέτοια, ειδικά τώρα που έχουμε και προεκλογικά ζητήματα. Πάντως, είναι μεγάλο κρίμα και πάλι κρίμα, και δήγμα βαθύ για τη χώρα, η οποία δεν θα έχει παρουσία σ’ ένα από τα σημαντικότερα πολιτιστικά δρώμενα του πλανήτη. Απ’ ό,τι φαίνεται όλα έγιναν γιατί ο υπουργός Παιδείας ανέλαβε προσωπικά το ζήτημα της εκπροσώπησης της χώρας, με μία άγνωστη στο κοινό επιτροπή και στο τέλος, χάσαμε και την ημερομηνία και την Μπιενάλε και τα αβγά και τα πασχάλια και ουδέν των . Και εδώ έρχεται το κρίσιμο ερώτημα και με τριβελίζει.
Αν είχαμε υφυπουργείο Πολιτισμού θα ξέραμε τον υπεύθυνο που άφησε τη χώρα εκτός λιμνοθάλασσας; Θα μπορούσαμε θα πει κάποιος να επιρρίψουμε ευθύνες στον πολιτικό προϊστάμενο, και να πάμε παρακάτω. Όσο και να είμαι υπέρμαχος της δημιουργίας υφυπουργείου Πολιτισμού, το οποίο το θεωρώ μία άκρως απαραίτητη δομή, σε αυτή την περίπτωση νομίζω πως δεν θα μας έκανε διαφορά, στο να βρεθεί ποιος φταίει για την αποτυχία, ένα πράγμα φταίει, η κακή μας μοίρα, τίποτε άλλο δεν φταίει, όταν η χώρα πληρώνει περίπτερο στη Βενετία τζάμπα και βερεσέ, έτσι για να έχουμε τον χώρο, αν τυχόν και πάμε.
Οι ευθύνες του υπουργού κ. Προδρόμου είναι εκεί, όποιος άλλος και αν φταίει από τους υπηρεσιακούς, η απουσία της Κύπρου από την Μπιενάλε της Βενετίας είναι αποτυχία, και φυσικά την ευθύνη την έχει ο πολιτικός προϊστάμενος του ΥΠΠΑΝ, δεν χωράει αμφιβολία. Η χώρα, που από το 1968 συμμετέχει –με ένα διάλειμμα– στο μεγαλύτερο εικαστικό συναπάντημα του πλανήτη, φέτος δεν θα λάβει μέρος, γιατί δεν έγινε σωστή προετοιμασία, δεν ενημερώθηκαν αυτοί που έπρεπε, ενημερώθηκαν άλλοι που δεν έπρεπε, έγινε με λίγα λόγια η γνωστή διαδικασία, ό,τι δεν μπορείς να το αλλάξεις κανονικά, το αφήνεις να πέσει, να διαλυθεί από μόνο του, όπως γινόταν με τα διατηρητέα στην Ελλάδα, και μετά να έρθει να πληρωθεί το αρχαίο ρητό: ∆ρυός πεσούσης, πας ανήρ –και γυνή φυσικά– ξυλεύεται.
Φυσικά, η ξυλεία θα είναι άφθονη και απού μπορεί κι απάνω της, της καημένης της δρυός. Και το χειρότερο είναι πως όσοι και όσες προσέλθουν διά να ξυλευθούν δεν θα είναι αθώοι στο έγκλημα της πτώσης, απλώς θα εμφανιστούν μετά ως σωτήρες της, ως καταγγέλλοντες και θα θέσουν εαυτούς στις υπηρεσίες του κράτους για ν’ αποκατασταθεί η αδικία... ∆εν ξέρω, έτσι μου φαίνεται πως θα γίνει και με την Μπιενάλε της Βενετίας. Έχει οριστεί μία Επιτροπή, που κανείς δεν ξέρει ποιοι και ποιες την αποτελούν, κανείς δεν ξέρει τι θα κάνουν και τι λύση θα βρουν; Εγώ τη βλέπω τη δουλειά, και για να μην μπλέξουν στο ΥΠΠΑΝ με γενικούς ελεγκτές και τα λοιπά και για να μη μείνει ο χώρος που πληρώνει η ∆ημοκρατία στη Βενετία άδειος και έρημος θα βρεθούν πρόθυμοι καλλιτέχνες, που η Επιτροπή θα προτείνει και έτσι θα συνεχίσουμε και εμείς να ζούμε καλά, και οι καλλιτέχνες που θα πάνε στην πόλη των τεναγών καλύτερα και οι υπόλοιποι που δεν θα πάνε, ας πιούνε ξύδι να τους περάσει...
Ε, μα έτσι δεν κάνουμε πολιτισμό, έτσι δεν διορθώνονται χρόνια προβλήματα του πολιτισμού μας. Ούτε με επιτροπές που συγκροτούνται εν κρυπτώ και παραβύστω, ούτε με θυμό, ούτε με αδιαφορία, ούτε και με αναθέματα και πικρίες. Αν για κάτι λοιπόν χρειάζεται το υφυπουργείο Πολιτισμού είναι για να χαραχθεί επιτέλους εθνική πολιτική για τον πολιτισμό, που θα έχει ανθρώπους μέσα που θα ξέρουν και πού να απευθυνθούν και πώς να χειριστούν δύσκολες καταστάσεις. Σαφώς και οι Πολιτιστικές Υπηρεσίες δεν μπορούν πλέον να διαχειρίζονται, όπως είναι στελεχωμένες τεράστια πρότζεκτ, γιατί όπως λέει κι η παροιμία «Το αμάξι μ’ ένα βόδι, δεν τραβιέται» και φυσικά ο υπουργός του ΥΠΠΑΝ δεν μπορεί να τα κάνει όλα, ένας αναπληρωτής διευθυντής επίσης δεν μπορεί να τα κάνει όλα. Και μετά περιμένουμε, απ’ όλους να τα κάνουν όλα και να είναι και σωστά, εμ, δεν γίνεται, διότι στο τέλος καταλήγουμε να γίνονται όλα τσάτρα-πάτρα, αλλά να καμωνόμαστε κατά πως λέει η παροιμία: «Στη μπάντα, μη σε πατήση το βούι μας. - Ντα που ’ν’ το; - Στη Στεία πάει, να το φέρει ο αφεντάκης μου» ή αλλιώς «Τώρα ο Φίλιππος νίκησε τη ραθυμία και την αμέλειά σας·την πόλη δεν την νίκησε. Ούτε επομένως σεις νικηθήκατε, αλλά και δεν κινηθήκατε» (∆ημοσθένης, Κατά Φιλίππου Γ΄).